Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Ανεξάρτητος Μεραρχία: Μια Ωδή στον Ελληνικό Ηρωισμό

Είναι αδιανόητο να αναφέρεται κανείς σε γεγονότα Ηρωισμού του Μεγάλου μας Έθνους κατά τον περασμένο αιώνα, δίχως να μνημονεύσει την Ιστορία της θρυλικής Ανεξαρτήτου Μεραρχίας. Σκοπός της συγκροτήσεώς της, υπήρξε η εκπλήρωση ενός εγχειρήματος που σήμερα φαντάζει απίθανο, την εποχή εκείνη όμως, υπήρξε πόθος ενός ολόκληρου Λαού: η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης! Το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε για να μην προκληθεί η οργή των «συμμάχων» Άγγλων και Γάλλων. Η Μοίρα όμως της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας, ήταν να εισέλθει πανάξια στις χρυσές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας επιχειρώντας στο Μικρασιατικό Μέτωπο, όπου βάσταξε ψηλά την Τιμή του Ελληνικού Έθνους και του Ενδόξου μας Στρατού.
Στο κείμενο που ακολουθεί, περιγράφεται η πορεία της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας μετά την εκδήλωση της γενικής τουρκικής επιθέσεως, όταν η Προδοσία πολιτικών και στρατιωτικών κύκλων είχε ήδη κρίνει την έκβαση του Πολέμου, παραδίδοντας εδάφη την ελληνικότητα των οποίων μαρτυρούν και σήμερα ακόμη τα αρχαία μνημεία.
Το θέρος του έτους 1922, το επιτελείο της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας αποτελείται από τους εξής Αξιωματικούς: Μέραρχος ο συνταγματάρχης Θεοτόκης Δ., επιτελάρχης ο αντισυνταγματάρχης Μομφεράτος Γ., Αρχηγός Πεζικού ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνου Ι. και Αρχηγός Πυροβολικού ο αντισυνταγματάρχης Μαυρογένους Σ.. Την Μεραρχία συγκροτούν το έτος 1922, το 51ο Σύνταγμα Πεζικού με διοικητή τον αν/χη Κωνσταντίνου, το 53ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον αν/χη Τσίπουρα Ν., η Μοίρα Ορεινού Πυροβολικού υπό τον ταγματάρχη Κολομβότσο Ν. και η Μοίρα «Σκόντα» υπό τον ταγματάρχη Τότσιο Κ..
Η γενική τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε την 13η Αυγούστου του 1922, στη μοιραία «εξέχουσα» του Αφιόν Καραχισάρ. Την 10η πρωινή της 16ης Αυγούστου κι ενώ ήδη το ελληνικό μέτωπο έχει διασπαστεί σε δύο μέρη, την Ομάδα Τρικούπη και την Ομάδα Φράγκου, η Ανεξάρτητος Μεραρχία διατάσσεται να ακολουθήσει πορεία νοτιοδυτική, από το Ακ Ιν προς τον σιδηροδρομικό σταθμό του Τζεχιουρλέρ, απ’ όπου θα αναχωρούσε προς το Ντουμλού Πινάρ, ώστε να τεθεί στη διάθεση του Β΄ Σώματος Στρατού. Μετά από πορεία 35 χιλιομέτρων υπό βροχήν και αφού σκόρπισε δυνάμεις Τούρκων ατάκτων στο Ακ Ολούκ, η Μεραρχία συγκεντρώνεται τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Αυγούστου στα βορειανατολικά του χωριού. Στις 6 το πρωί, η Μεραρχία ξεκινά ξανά προς τον σιδηροδρομικό σταθμό Τζεχιουρλέρ, στον οποίο και φτάνει νωρίς το μεσημέρι της ίδιας μέρας, μετά από πορεία 13 χιλιομέτρων.
Ο σταθμός εντούτοις, είναι εγκαταλειμμένος, με κατεστραμμένες τις τηλεφωνικές και τηλεγραφικές γραμμές του. Οι πληροφορίες που συλλέγονται από τους κατοίκους της περιοχής, εντείνουν την αγωνία: μια τουρκική μεραρχία Ιππικού είχε περάσει από εκεί με κατεύθυνση την Κιουτάχεια, ενώ την προηγούμενη ημέρα είχαν ακουστεί κανονιοβολισμοί από το Ντουμλού Πινάρ και το πρωί της 17ης Αυγούστου από την περιοχή της Κιουτάχειας. Βάσει αυτών των πληροφοριών, το επιτελείο της Μεραρχίας εκτιμά ότι αυτή βρίσκεται σε περιοχή κατεχόμενη από τον εχθρό και ενδεχομένως αποκομμένη από την υπόλοιπη Ελληνική Στρατιά. Παρά ταύτα, ο Μέραρχος διατάσσει την εκτέλεση της αρχικής διαταγής και η Φάλαγγα ξεκινά στις 2 το μεσημέρι να κινείται προς την κωμόπολη Αλαγιούντ, όπου βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός της Κιουτάχειας. Κατόπιν πορείας 35 χλμ, η Μεραρχία καταφθάνει στο Αλαγιούντ, όπου και συναντά εικόνα παρόμοια με εκείνη του Τζεχιουρλέρ. Διατάσσεται ο επί τόπου καταυλισμός και οι άνδρες τρώνε ξηρά τροφή διότι τους απαγορεύεται να ανάψουν φωτιές. Από πληροφορίες γίνεται γνωστό πως η ελληνική φρουρά του σταθμού είχε εκδιωχθεί από τον εχθρό, ενώ οι προσπάθειες επικοινωνίας της Μεραρχίας με ελληνικά τμήματα μέσω ασυρμάτου αποτυγχάνουν. Σημειώνεται ότι ο ασύρματος είχε εμβέλεια 120 χλμ, μπορούσε όμως να δεχθεί τηλεγραφήματα από μεγαλύτερη απόσταση. Κατά τις προσπάθειες που έγιναν, ακούγονταν μόνο τουρκικοί σταθμοί και ένας γαλλικός, οπότε και εξήχθη το συμπέρασμα πως τα ελληνικά τμήματα βρίσκονταν σε απόσταση μεγαλύτερη των 120 χιλιομέτρων.
Στις 03.00 το πρωί της 18ης Αυγούστου, ο ασύρματος της Μεραρχίας λαμβάνει μια κρυπτογραφημένη μα ακατάληπτη διαταγή της Στρατιάς. Η τελευταία παράγραφος αυτής, η οποία ζητήθηκε από την Μεραρχία να επαναληφθεί, ανέφερε τα εξής: «εάν μέχρι της αύριον 18 Αυγούστου 1922, δεν συνδεθείτε μετά του Α΄ ή Β΄ Σώματος Στρατού, κατέλθετε δια Γκεντίζ προς Ουσάκ».
Η διοίκηση της Μεραρχίας εκτιμούσε ότι το Νότιο Συγκρότημα θα υποχωρούσε προς Ουσάκ, όπου και θα οργάνωνε αντίσταση αναμένοντας ενισχύσεις από τη Στρατιά. Οι ενδείξεις όμως, ήτοι η σιγή από την κατεύθυνση Ντουμλού Πινάρ και Ουσάκ, καταδείκνυαν πως το Νότιο Συγκρότημα είχε υποχωρήσει πέρα του Ουσάκ. Ποια λοιπόν η σκοπιμότητα της πορείας της Μεραρχίας προς Ουσάκ; Ήταν πλέον έκδηλο για το επιτελείο της, πως η Στρατιά δεν ήταν κυρία της καταστάσεως και πιθανώς η εκτέλεση της διαταγής θα οδηγούσε στην καταστροφή. Με αυτό το αιτιολογικό, η διαταγή αγνοήθηκε και στις 8 το πρωί της 18ης Αυγούστου η Μεραρχία κινεί για την Κιουτάχεια.
Μετά από πορεία 4 χιλιομέτρων, η Φάλαγγα ακολουθεί πορεία νότια, μέσω της αμαξιτής οδού παραπλεύρως του ποταμού Γύμαρη. Ο ποταμός ευρίσκεται εντός φαραγγιού μήκους 18 χιλιομέτρων και πλάτους 100-200 μέτρων, το οποίο η Μεραρχία διασχίζει με πλαγιοφυλακές αριστερά και δεξιά και εμπροσθοφυλακή δύο Ταγμάτων του 51ου Συντάγματος Πεζικού και μιας ορεινής πυροβολαρχίας, υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου.
Στις 10 το πρωί, η δεξιά πλαγιοφυλακή συναντά 10 Τούρκους ιππείς νοτίως του χωριού Ζιντζιρλί Κουγιού, οι οποίοι συνοδεύουν φάλαγγα 30 αμαξών, γεμάτων με πυρομαχικά του Ελληνικού Στρατού και αιχμαλώτους, έναν αξιωματικό και 4 οπλίτες του 32ου Συντάγματος Πεζικού. Αιχμαλωτίζει 2 από τους ιππείς, ενώ απελευθερώνει τους Έλληνες αιχμαλώτους και κατάσχει τις άμαξες.
Μισή ώρα αργότερα, η αριστερή πλαγιοφυλακή συγκρούεται με 25 Τούρκους ιππείς, τους οποίους και καταδιώκει προς Νότο. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η εμπροσθοφυλακή της Φάλαγγας ανακαλύπτει στο φαράγγι πλήθος πτωμάτων και τραυματισμένων οι οποίοι ανήκουν στο 32ο Σύνταγμα Πεζικού και πληροφορούν πως το Σύνταγμά τους διαλύθηκε στο σημείο από τουρκική επίθεση την προηγούμενη ημέρα.
Η αριστερή πλαγιοφυλακή συναντά επί της αμαξιτής οδού Κιουτάχειας-Αφιόν Καραχισάρ ουλαμό τουρκικού ιππικού, ακολουθούμενο από φάλαγγα πεζικού. Δέχεται οβίδες πυροβολικού και εγκαταλείπει τις θέσεις της, υποχωρώντας ατάκτως προς το κύριο μέρος της ελληνικής φάλαγγας. Ακολουθεί σφοδρή τουρκική επίθεση η οποία αποκρούεται σθεναρά από τα αμυνόμενα ελληνικά τμήματα. Στις 2 το μεσημέρι, ο Διοικητής της Μεραρχίας διατάζει την συνέχιση της πορείας των μη εμπλεκόμενων τμημάτων προς την έξοδο του φαραγγιού, υπό την κάλυψη του 53ου Συντάγματος Πεζικού. Οι βολές όμως του τουρκικού πυροβολικού, υποχρεώνουν τη Φάλαγγα να ακολουθήσει βορειότερο δρομολόγιο προς δασώδη κορυφή, ενώ οι τουρκικές επιθέσεις βαστούν μέχρι τις 20.00. Το σκοτάδι και η αναγνώριση από έναν αξιωματικό της Μεραρχίας ημιονικής οδού η οποία διερχόταν από την δασώδη κορυφή και η οποία τελικώς ακολουθήθηκε, συνέβαλαν στο να απεμπλακεί η φάλαγγα από τους Τούρκους, εισερχόμενη στο χωριό Κιρέτσκιοϊ, όπου και παρέμεινε από τις 23.00 έως τις 02.00 της 19ης Αυγούστου. Οι απώλειες της Μεραρχίας ήσαν 24 νεκροί ( 3 αξιωματικοί, 2 υπαξιωματικοί και 19 οπλίτες), 56 τραυματίες και 33 οπλίτες του 6/53ου Λόχου και Ι/53ου Τάγματος αγνοούμενοι. Κατά τη διάρκεια της πορείας της Φάλαγγας, εντάχθηκαν σ’ αυτή περί τους 5 αξιωματικούς και 170 οπλίτες του 32ου Συντάγματος Πεζικού, οι οποίοι είχαν κρυφτεί εντός του φαραγγιού από την προηγουμένη, όταν το Σύνταγμά τους δέχθηκε την τουρκική επίθεση και κατεστράφη.
Απεδείχθη αργότερα, πως η Ανεξάρτητος Μεραρχία είχε δεχθεί την επίθεση 2 τουρκικών μεραρχιών (μία μεραρχία ιππικού και την ΙΙΙ μεραρχία Καυκάσου), οι οποίες είχαν διαταχθεί να κινηθούν ταχύτατα προς Ινονού για να ανακόψουν την υποχώρηση του Γ΄ Σώματος Στρατού!
Η πορεία της 18ης Αυγούστου (πορεία 25 χιλιομέτρων) συνεχίζεται από τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης, με τη Φάλαγγα χωρισμένη σε τρία τμήματα: εμπροσθοφυλακή, κυρίως σώμα και οπισθοφυλακή. Η επιμελητεία έπρεπε να φροντίσει για την εξασφάλιση τροφής από τα γύρω χωριά, καθώς τα εφόδια της Μεραρχίας είχαν σωθεί. Κατά την πορεία, εντοπίζονται διάσπαρτα παντού τριγύρω, τα πτώματα τουλάχιστον 350 Ελλήνων Στρατιωτών, συλημένα από τους χωρικούς και τους τσέτες, καθώς και τραυματίες οι οποίοι φροντίζονται και εντάσσονται σε ξεχωριστό λόχο εντός της Μεραρχίας. Το θέαμα αποκαρδιώνει αλλά ταυτόχρονα κινητοποιεί στο έπακρο το ένστικτο επιβίωσης των ανδρών. Το μεσημέρι, μετά από πορεία 20 χιλιομέτρων, η Μεραρχία φτάνει βόρεια του χωριού Κινίκ Βεράν, όπου στρατοπεδεύει. Μια τουρκική περίπολος η οποία εμφανίστηκε από την κατεύθυνση του χωριού, δέχτηκε πυρά από φυλάκιο της Μεραρχίας και αποχώρησε. Τις απογευματινές ώρες, ένα ελληνικό αεροπλάνο διέγραψε κύκλους πάνω από τη Μεραρχία και κατόπιν απομακρύνθηκε. Η διοίκηση της Μεραρχίας συμπέρανε πως το Νότιο Συγκρότημα είχε υποχωρήσει δυτικά του Ουσάκ, κατόπιν πληροφοριών Τούρκων χωρικών πως τουρκικό ιππικό είχε κινηθεί 2 μέρες πριν προς την κατεύθυνση του Ουσάκ και οι κανονιοβολισμοί από εκεί είχαν σταματήσει την 18η Αυγούστου.
Στις 4 τα ξημερώματα της 20ης Αυγούστου, η Μεραρχία πορεύεται εκ της αμαξιτής οδού προς Γκεντίζ. Περί ώρα 11, εμφανίζεται από νοτιοδυτικά ελληνικό αεροπλάνο, το οποίο αφού αναγνώρισε την Φάλαγγα, έριξε σιδερένιο δοχείο με την ακόλουθη διαταγή:
«9.8.1922. Προς Ανεξάρτητον Μεραρχίαν. Παρά πάσαν προσδοκίαν, η νότια ομάς Μεραρχιών συγκεντρούται ταχύτατα υπό την πίεσιν του εχθρού ανατολικώς της Φιλαδελφείας. Το Γ ́ Σώμα Στρατού συγκεντρούται άνευ πιέσεως ανατολικώς της Προύσης. Επειδή η τροπή των επιχειρήσεων εις την νότια ομάδα επέφερε σύμπτυξιν ταχυτέραν της αναμενομένης, κανονίσατε την θέσιν σας υποχωρούντες εν ανάγκη και προς βορράν και τρεφόμενοι εκ των πόρων της χώρας. Το Γ ́ Σώμα Στρατού διατάσσεται, όπως δι’ αναγνωρίσεων αεροπορικών παρακολουθή την κίνησιν της Μεραρχίας και παρέχη αυτή πάσαν πληροφορίαν περί εχθρικών κινήσεων. Χατζανέστης Διοικητής Στρατιάς».
Στο δοχείο περιέχονταν και πληροφορίες που είχε συλλέξει ο πιλότος του αεροπλάνου κατά την πτήση και με βάση τα νέα δεδομένα, το πολεμικό συμβούλιο της Μεραρχίας αποφάσισε την πορεία προς Γκεντίζ, Σιμάβ, Σιντιργί, Κιρκαγάτς.
Η πορεία συνεχίστηκε μετά το μεσημεριανό φαγητό, με τη Φάλαγγα να εντοπίζει στους λόφους βορειοανατολικά του Γκεντίζ τα πτώματα Ελλήνων Στρατιωτών, αποκεφαλισμένα και με βγαλμένα μάτια. Η Μεραρχία σταματά μετά από πορεία 30 χιλιομέτρων για να διανυκτερεύσει έξω από το Γκεντίζ, ενώ στους άνδρες παρέχεται ζεστό συσσίτιο με κρέας, δίχως ψωμί το οποίο είχε τελειώσει.
Αφού έλαβαν πρωινό ρόφημα και απόθεσαν στην πυρά αποσκευές περιττές που δυσχέραιναν την πορεία, οι άνδρες ξεκίνησαν εκ νέου την 7η πρωινή της 21ης Αυγούστου. Μικρός αριθμός βολών πυροβολικού της οπισθοφυλακής στάθηκε ικανός να διαλύσει ομάδα Τούρκων ιππέων, η οποία ακολουθούσε την Φάλαγγα, ενώ δύναμη 150 Τούρκων ιππέων, προπομπός τουρκικής Μεραρχίας που κινούνταν για να προλάβει την κατάληψη του Σιμάβ από τον Ελληνικό Στρατό, είχε την ίδια τύχη. Περί την 5η απογευματινή, η εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας φτάνει βορείως του Σιμάβ, με την οπισθοφυλακή να προσεγγίζει το σημείο μετά από 4 ολόκληρες ώρες. Τις βραδινές ώρες, λοχίας της V Μεραρχίας παρουσιάστηκε και ανέφερε πως το Νότιο Συγκρότημα είχε διαλυθεί στο Ντουμλού Πινάρ.
Στις 4 το πρωί της 22ας Αυγούστου, η Μεραρχία ξεκινά υπό το σεληνόφως προς Σιμάβ. Έξι ώρες μετά, η εμπροσθοφυλακή παρελαύνει στοιχισμένη κατά τετράδες εντός της πόλεως, με τους Τούρκους έκπληκτους να αναρωτιούνται εάν και κατά πόσον ισχύουν οι ειδήσεις της συντριβής του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ! Οι κάτοικοι φοβούμενοι το ξέσπασμα της οργής της Μεραρχίας, συγκεντρώνονται στην αγορά και περιποιούνται τους Έλληνες Στρατιώτες. Ο Μέραρχος διατάσσει τον Τούρκο δήμαρχο να παρασκευαστεί ψωμί για την Μεραρχία και να συγκεντρωθεί κριθάρι για τα ζώα. Παράλληλα, δια μυστικού τηλεφώνου που συνέδεε το Σιμάβ με το Ντεμιρτζί και χρησιμοποιώντας αξιωματικούς που ομιλούν την τουρκική, γίνεται γνωστό ότι οι Τούρκοι έχουν καταλάβει το Ουσάκ και προελαύνουν προς Φιλαδέλφεια. Η πληροφορία άφιξης ισχυρής τουρκικής δύναμης στο Σιμάβ, οδήγησε στη διαταγή του Διοικητή της Μεραρχίας για αναχώρηση, η οποία ξεκίνησε στις 21.00 προς το χωριό Ορελάρ, όπου και έφθασε μετά από πορεία 11 χιλιομέτρων.
Την 6η πρωινή της 23ης Αυγούστου, η Μεραρχία κινεί προς Γιενίκιοϊ και καταλήγει στο Μουτάκιοϊ, όπου και στρατοπεδεύει κατόπιν πορείας 27 χιλιομέτρων. Η πορεία συνεχίζεται από τις 7 το πρωί της επομένης, 24ης Αυγούστου, από δρόμο στενό και δύσβατο, παράλληλα προς την κοίτη του ποταμού Σιμάβ και καταλήγει μετά από 22χιλιόμετρα στη θέση Ριζά. Ενδεικτικό της εξάντλησης των ανδρών είναι το γεγονός πως προτίμησαν να κοιμηθούν νηστικοί, απ’ το να περιμένουν το μαγείρεμα του κρέατος που μετέφεραν.
Η 24η Αυγούστου βρίσκει την Ανεξάρτητο Μεραρχία στη θέση Ριζά, όπου και μένει μέχρι το μεσημέρι. Στις 12.30 η εμπροσθοφυλακή και το κυρίως σώμα της Φάλαγγος ξεκινά, ενώ η οπισθοφυλακή που βρίσκεται ακόμη στο σημείο συγκέντρωσης της προηγούμενης ημέρας, βάλλεται από εχθρικές οβίδες. Υπό το συντονισμό και τις διαταγές του αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου, η 2η πυροβολαρχία βάλλει κατά των εχθρικών θέσεων με επιτυχία, οπότε και έπαυσε η δράση του εχθρού. Επιθέσεις δέχεται και η εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας, οι οποίες υπήρξαν ανεπιτυχείς χάρη στις ελληνικές αντεπιθέσεις υπό την καθοδήγηση του αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα. Μετά από εξαντλητική πορεία 20 χιλιομέτρων μέσω της στενωπού, η εμπροσθοφυλακή την 5η απογευματινή εισέρχεται στο Σιντιργί και το σύνολο της Μεραρχίας αφού παρελαύνει στο κέντρο της κωμοπόλεως, πιάνει τα γύρω υψώματα όπου και καταυλίζεται. Οι μισοί κάτοικοι της κωμοπόλεως είναι Έλληνες, οι οποίοι βλέπουν στην Μεραρχία το εισιτήριο της σωτηρίας τους. Επιτροπή κατοίκων συναντά τον Μέραρχο, ζητώντας του να τους επιτρέψει να ακολουθήσουν τη Μεραρχία. Ο Διοικητής της Μεραρχίας βρίσκεται σε δίλημμα: να εγκαταλείψει τους συμπατριώτες του ή να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρη την Μεραρχία; Τελικώς, αποφασίζει να αρνηθεί το αίτημα, γεγονός το οποίο προκαλεί σκηνές αλλοφροσύνης μεταξύ των κατοίκων. Πλήθος εξ αυτών, περιστοιχίζει νύχτα τον στρατιωτικό καταυλισμό, ευελπιστώντας πως το πρωί θα τους επιτραπεί να ακολουθήσουν τη Μεραρχία.
Την 26η Αυγούστου η Φάλαγγα ξεκινά, διασχίζοντας την πεδιάδα στα βορειοδυτικά του Σιντιργί. Οι στρατιώτες είχαν εντολή να αποτρέψουν τους κατοίκους να παρεισφρήσουν στο εσωτερικό του σχηματισμού, με τις περιγραφές να είναι συγκλονιστικές: νεαρά κορίτσια πετούσαν από τα παράθυρα των σπιτιών προς τα διερχόμενα τμήματα της Φάλαγγος τα προικιά τους, κραυγάζοντας πως δεν τα χρειάζονται από τη στιγμή που η Μεραρχία αρνείται να πάρει τους άμαχους μαζί της… Αργότερα έγινε γνωστό πως οι Έλληνες κάτοικοι του Σαντιργί σφαγιάστηκαν από τις τουρκικές ορδές που παρενοχλούσαν κατά την προηγούμενη μέρα την Μεραρχία.
Κατόπιν πορείας 25 χιλιομέτρων και αφού απέκρουσε επιτυχώς εχθρικές παρενοχλήσεις ιππικού και πυροβολικού, η Μεραρχία φθάνει στις 19.00 σε οροπέδιο το οποίο κείται μεταξύ των χωριών Τσομπανλάρ και Ντερμπέντ. Στους άνδρες παρέχεται ζεστό συσσίτιο ενώ άκαρπες παραμένουν οι απόπειρες επικοινωνίας με ελληνικά τμήματα μέσω ασυρμάτου. Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα σημάνει εγερτήριο και στις 2 τα ξημερώματα η εμπροσθοφυλακή ξεκινά, με την οπισθοφυλακή να εγκαταλείπει τη θέση περί ώρα 5 το πρωί. Εκείνη την ώρα, εχθρικές βολές πυροβολικού πλήττουν το χώρο όπου τα τμήματα της Μεραρχίας είχαν στρατοπεδεύσει. Ακολουθώντας πορεία νοτιοδυτική προς την κωμόπολη Γκελενμπέ, η Μεραρχία σκορπίζει στο διάβα της ομάδα εκατό περίπου Τούρκων ιππέων καθώς και ομάδες ατάκτων που επιχείρησαν να την παρεμποδίσουν, φθάνοντας στην κωμόπολη λίγο πριν το μεσημέρι. Η κωμόπολη είναι έρημη, με τους Τούρκους να τρέπονται σε φυγή προς τα βουνά στην είδηση της άφιξης του Ελληνικού Στρατού, ενώ οι Έλληνες είχαν αποχωρήσει μαζί με τις ελληνικές αρχές του τόπου. Οι αμπελώνες και τα οπωροφόρα δέντρα συνέβαλαν στη σίτιση των ανδρών της Μεραρχίας , οι οποίοι διαπίστωσαν πως οι Τούρκοι είχαν λεηλατήσει τα σπίτια των ελληνικών οικογενειών και είχαν συλήσει τους Ναούς.
Κατόπιν ολιγόωρης αναπαύσεως, η Μεραρχία βαδίζει προς το Κιρκαγάτς, πόλη 10.000 κατοίκων, πολλοί εκ των οποίων είναι Έλληνες, όπου και φθάνει τις πρώτες απογευματινές ώρες από την κοιλάδα που κείται ανατολικά της πόλεως. Η οπισθοφυλακή προσβάλλεται από τουρκικό πυροβολικό ενώ η εμπροσθοφυλακή εντοπίζει τουρκικά περίπολα στα νοτιοδυτικά. Ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνου διατάσσει επίθεση της αριστερής πλαγιοφυλακής και συλλαμβάνονται 4 Τούρκοι ιππείς, οι οποίοι ανακρίνονται και αποκαλύπτουν πως στο Κιρκαγάτς βρίσκονται 5.000 ιππείς και 8.000 πεζοί Τούρκοι. Τότε λαμβάνουν χώρα τα εξής εκπληκτικά: φθάνοντας η εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας στα 3χλμ από την πόλη, ακούγονται σάλπιγγες από το ύψωμα νοτιοδυτικά της πόλεως. Ακολούθως, περί τους 200 Τούρκους ιππείς ξεχύνονται με καλπασμό και βαστώντας κόκκινες σημαίες προς την Μεραρχία. Η στάση τους κάθε άλλο παρά επιθετική είναι, γεγονός το οποίο προδίδει το μοιραίο τους λάθος: έχουν εκλάβει την Μεραρχία ως τουρκική και βγήκαν να την προϋπαντήσουν! Πλησιάζοντας, αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για τμήμα του Ελληνικού Στρατού, αδυνατώντας όμως να εκτιμήσουν το μέγεθός του εξαιτίας της πυκνής βλάστησης και των δέντρων. Στις δειλές ιαχές «τεσλίμ» (παράδοση) προς την εμπροσθοφυλακή, απαντά η πυροβολαρχία της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας με βολές που υποχρεώνουν τους Τούρκους σε άτακτη φυγή προς το ύψωμα νότια του Κιρκαγάτς. Λίγο αργότερα, καταφθάνει κρατώντας λευκές σημαίες ομάδα Ελλήνων και Τούρκων προκρίτων της πόλης, η οποία μεταφέρει μήνυμα του Τούρκου διοικητή της σύμφωνα με το οποίο οι άνδρες της Μεραρχίας είναι ελεύθεροι να φύγουν αφού παραδώσουν τον οπλισμό τους! Στο σημείο εκείνο, έλαμψε η ευστροφία του δαιμόνιου αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου, ο οποίος αφού ρώτησε την αντιπροσωπεία και εκείνη του επιβεβαίωσε όσα είχαν ομολογήσει νωρίτερα οι αιχματωλισθέντες Τούρκοι ιππείς αναφορικά με τον αριθμό των τουρκικών στρατευμάτων εντός της πόλης, ανακοίνωσε πανηγυρικά την επίταξη του Κιρκαγάτς, απαιτώντας να παραδοθούν στη Μεραρχία εντός τεσσάρων ωρών, 15.000 οκάδες ψωμιού, 10.000 οκάδες κριθαριού και 2.000 οκάδες τυριού!
Η παράδοση θα γινόταν στον σιδηροδρομικό σταθμό, ενώ σε περίπτωση κατά την οποία θα έπεφτε έστω κι ένας τουρκικός πυροβολισμός, ο Ελληνικός Στρατός δηλώθηκε ρητά πως θα ισοπέδωνε την πόλη. Ο Μέραρχος κατόπιν, διέταξε τα τμήματα να κατευθυνθούν συντεταγμένα και σε μεγάλες αποστάσεις προς τον σταθμό, προκαλώντας την εντύπωση πως πρόκειται για Στράτευμα 40.000 ανδρών! Η εντυπωσιακή συγκέντρωση της Μεραρχίας στο σταθμό του Κιρκαγάτς διήρκεσε 5 ολόκληρες ώρες και ολοκληρώθηκε με τη δύση του ηλίου. Η εξαπάτηση είχε πιάσει και οι Τουρκάλες δεν σταμάτησαν να παρασκευάζουν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας ψωμί για την Μεραρχία, ενώ ο μουφτής και οι Τούρκοι πρόκριτοι παρακάλεσαν τον Μέραρχο να μην εισέλθει ο Ελληνικός Στρατός στην πόλη και να μην πειράξει τους Τούρκους κι εκείνοι σε αντάλλαγμα θα παρείχαν άφθονα τρόφιμα για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατεύματος!
Κατά την παραμονή της Μεραρχίας στο Κιρκαγάτς, η Μεραρχία λαμβάνει ζωτικής σημασίας πληροφορίες: η Σμύρνη έχει καταληφθεί από τους Τούρκους και ο Ελληνικός Στρατός έχει επιβιβαστεί σε πλοία στον Τσεσμέ και στα Μουδανιά. Στα χέρια των Τούρκων έχει πέσει και το Αξάριο και η Μαγνησία, ενώ Τούρκοι άτακτοι ελέγχουν ολόκληρη την περιοχή γύρω από τη Σμύρνη, καθώς και την Πέργαμο και τη Μενεμένη. Ο Μέραρχος Θεοτόκης, κατόπιν αυτών των τρομακτικά συγκλονιστικών ειδήσεων, λαμβάνει την απόφαση η Ανεξάρτητος Μεραρχία να κινηθεί προς το λιμάνι του Δεκελί, νοτίως του Αϊβαλί, ώστε η Μεραρχία να διαφύγει προς τη Λέσβο. Ωστόσο, ο Μέραρχος δέχεται την επίσκεψη αντιπροσωπείας Ελλήνων και Αρμενίων του Κιρκαγάτς, οι οποίοι τον παρακαλούν να σώσει τους 4.000 Έλληνες και Αρμενίους της πόλης, παίρνοντάς τους μαζί του. Κατόπιν συνεννοήσεων με τους διοικητές των Συνταγμάτων, ο Μέραρχος δέχτηκε να ικανοποιήσει το αίτημα. Αδύνατο να περιγραφεί με λόγια η χαρά τόσο των αμάχων όσο και των στρατιωτών της Μεραρχίας…
Οι άνδρες της Μεραρχίας και οι 4.000 πρόσφυγες δειπνούν και αναπαύονται, καθώς γνωρίζουν ότι ο δρόμος προς τη σωτηρία είναι ακόμη μακρύς. Η επίθεση Τούρκων ατάκτων στις προφυλακές της Μεραρχίας τη νύχτα, απαντάται με την πυρπόληση ενός μικρού χωριού κοντά στο Κιρκαγάτς. Τα μεσάνυχτα σημάνει το εγερτήριο και μια ώρα μετά, 28 Αυγούστου πια, η Φάλαγγα ξεκινά. Στις 8 το πρωί, η Μεραρχία με τους 4.000 πρόσφυγες εισέρχεται κατόπιν πορείας 10 χιλιομέτρων στην κωμόπολη Σόμα. Η επιμελητεία της Μεραρχίας αναζητεί τροφή, αλλά περιορίζεται μονάχα στην εύρεση στραγαλιών, τα οποία μοιράζονται ως τροφή. Επίθεση ατάκτων Τούρκων απαντάται με βολές πυροβολικού της Μεραρχίας που καταστρέφουν μέρος του χωριού και προκαλούν θύματα από τουρκικής πλευράς. Η Μεραρχία μετά από αυτό, δεν θα ξαναενοχληθεί. Γύρω στις 9 το πρωί, το προπορευόμενο τμήμα της επιμελητείας εισέρχεται στο Κινίκ και αφού συλλαμβάνει τον χότζα του χωριού, απαιτεί την παρασκευή ψωμιού για τις ανάγκες της Μεραρχίας. Το σύνολο της Ελληνικής Φάλαγγος εισέρχεται στο Κινίκ περί ώρα 16.30, μετά από εξαντλητική πορεία 40 χιλιομέτρων, την οποία εκτέλεσαν και 4.000 άμαχοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι.
Σύντομα, μια αντιπροσωπεία από την κοντινή πόλη της Περγάμου αποτελούμενη από 2 Τούρκους κι έναν Έλληνα, επισκέπτονται τον Μέραρχο και του γνωρίζουν πως η πόλη υποτάσσεται στον Ελληνικό Στρατό, ικετεύοντας να μην εισέλθει σ’ αυτή με αντάλλαγμα να  προμηθεύσουν τρόφιμα καθώς και νομή για τα ζώα. Πράγματι, η Μεραρχία στις 5 το πρωί της 29ης Αυγούστου φτάνει στα λουτρά του Αττάλου, τοποθεσία ευρισκόμενη στα νοτιοδυτικά της Περγάμου. Εκεί συγκεντρώθηκαν και οι προμήθειες που είχαν υποσχεθεί οι Τούρκοι, ενώ σημειώθηκε και η επίσκεψη Ελλήνων κατοίκων της Περγάμου, στους οποίους συστήθηκε να ακολουθήσουν την Μεραρχία. Εκείνοι αντέτειναν πως έχουν τις διαβεβαιώσεις των Τούρκων συγκατοίκων τους και των τουρκικών αρχών για την ασφάλειά τους και επέλεξαν να μην ακολουθήσουν την Ανεξάρτητο Μεραρχία. Η μοίρα τους υπήρξε προδιαγεγραμμένη: οι περίφημες τουρκικές διαβεβαιώσεις οδήγησαν στην κατοπινή ανελέητη σφαγή των Ελλήνων κατοίκων της Περγάμου από τον τουρκικό στρατό και τσέτες…
Η Φάλαγγα Στρατιωτών και προσφύγων στρατοπέδευσε 7 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Περγάμου, στο χωριό Ραλί Τσιφτλίκ, μετά από πορεία 25 χιλιομέτρων. Παρασχέθηκε συσσίτιο προς άπαντες και στήθηκαν ισχυρές προφυλακές προς αποφυγή νυχτερινού αιφνιδιασμού από τον εχθρό. Περί τα μεσάνυχτα, τμήμα 100 περίπου Τούρκων ιππέων επιχείρησε να επιτεθεί στον καταυλισμό, αλλά αποκρούστηκε και απωθήθηκε.
Ο Μέραρχος δεν αφήνει τίποτε στην τύχη: συγκροτεί μικτό απόσπασμα από το ΙΙ/53 Τάγμα και έναν ουλαμό ορειβατικού πυροβολικού υπό τον αντισυνταγματάρχη Τσίπουρα, το οποίο θα ανελάμβανε την κατάληψη του Δεκελί, απ’ όπου η Ανεξάρτητος Μεραρχία θα περνούσε στη Λέσβο. Εντός του Δεκελί, χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι βρίσκονταν στο έλεος συμμοριών 1.000 περίπου τσετών. Όταν το απόσπασμα θα καταλάμβανε το Δεκελί και θα διέλυε τους τσέτες, ο αντισυνταγματάρχης Τσίπουρας θα μετέβαινε στην Μυτιλήνη, προς αναζήτηση ατμόπλοιων δια των οποίων θα γινόταν η διεκπεραίωση της Μεραρχίας και των προσφύγων.
Πράγματι, ο Τσίπουρας με το απόσπασμά του πλησιάζει στο Δεκελί, οπότε του παρουσιάζεται ομάδα Τούρκων η οποία τον πληροφορεί πως το Δεκελί έχει καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό και η Μεραρχία θα πρέπει να κινηθεί προς Σμύρνη! Ο Τσίπουρας διατάζει τη σύλληψη των θρασύτατων Τούρκων και μετά από ανάκριση ομολογούν πως στην πόλη βρίσκονται περί τους 1.000 τσέτες. Ο αντισυνταγματάρχης διατάζει τότε αιφνιδιαστική επίθεση και καταλαμβάνει την πόλη, σκορπίζοντας τις τουρκικές συμμορίες. Εγκατέστησε δε προφυλακές προς όλες τις κατευθύνσεις, αναμένοντας την άφιξη της Μεραρχίας και των 4.000 προσφύγων. Επιπλέον όμως, στην παραλία του Δεκελί έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 3.000 Έλληνες και Αρμένιοι των γύρω περιοχών, αναζητώντας τη μετάβαση στη γειτονική Λέσβο.
Ο Τσίπουρας δεν χρονοτριβεί διόλου και αναζητεί σκάφος προκειμένου να περάσει στη Μυτιλήνη, όπως είχε διαταχθεί. Το μόνο που κατορθώνει να βρει είναι μια μικρή, σαπισμένη βάρκα, η οποία επισκευάζεται πρόχειρα κι αφού την εφοδιάζει με πανί την ρίχνει στη θάλασσα. Επιβιβάζονται σ’ αυτή ο αντισυνταγματάρχης, δύο λοχαγοί, δύο στρατιώτες και ο βαρκάρης. Στις 8 το πρωί, η βάρκα πιάνει το λιμάνι της Μυτιλήνης. Ο Τσίπουρας επικοινωνεί για πρώτη φορά με το Γενικό Στρατηγείο στον Τσεσμέ και αφού δίνει οδηγίες στους λοχαγούς ώστε να εξασφαλίσουν τον καταυλισμό και ανεφοδιασμό της Μεραρχίας, παίρνει το δρόμο της επιστροφής στο Δεκελί.
Από τις 4 το πρωί της 30ης Αυγούστου, η Μεραρχία και οι 4.000 Έλληνες άμαχοι είχαν εκκινήσει την τελική πορεία προς το Δεκελί. Τα τελευταία αυτά 30 χιλιόμετρα μέχρι το λιμάνι, καλύφθηκαν μέχρι το μεσημέρι, οπότε και η Ανεξάρτητος Μεραρχία εισέρχεται στην πόλη. Στήθηκαν ισχυρές προφυλακές προς απόκρουση τυχόν τουρκικών επιθέσεων και έως ότου εξασφαλιστεί η διεκπεραίωση Μεραρχίας και προσφύγων στη Λέσβο. Σημειώνεται πως οι άμαχοι που βρίσκονταν υπό την προστασία του Στρατεύματος, ανήρχοντο πλέον σε περισσότερους από 7 χιλιάδες!
Περί ώρα 15.30, εμφανίζονται στο λιμάνι του Δεκελί τα ατμόπλοια «Ιωνία» και «Αιτωλία». Σε ένα από αυτά, βρίσκεται και ο αντισυνταγματάρχης Τσίπουρας ο οποίος επιστρέφει στην Μεραρχία. Η επιβίβαση στα ατμόπλοια άρχισε στις 17.00 και περατώθηκε μετά από δύο ώρες. Περί ώρα 21.00 της 30ης Αυγούστου, τα ατμόπλοια φτάνουν στη Μυτιλήνη.
Στο Δεκελί εν τω μεταξύ, καταφθάνουν πλοιάρια τα οποία αδυνατούν λόγω μεγέθους να πλευρίσουν, καθώς και το αντιτορπιλικό «Θέτις». Επί τη εμφανίσει του ελληνικού πολεμικού, λαμβάνεται η απόφαση η επιβίβαση της Μεραρχίας να γίνει την επομένη. Στις επόμενες ώρες, επανέρχονται στο Δεκελί τα ατμόπλοια μαζί με δύο φορτηγίδες, προς μεταφορά των ανθρώπων από την αποβάθρα στα πλοιάρια που αδυνατούσαν να προσεγγίσουν. Κατέφθασαν επιπλέον τρία ελληνικά πολεμικά πλοία, τα οποία άρχισαν περιπολίες γύρω από το λιμάνι του Δεκελί.
Το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου, τσέτες που εμφανίζονται στα βουνά γύρω από το Δεκελί βάλλονται από τις προφυλακές της Μεραρχίας, ενώ τις πρώτες απογευματινές ώρες διακρίνονται από την περιοχή της Περγάμου τμήματα ιππικού του τουρκικού στρατού καθώς και τσέτες. Οι βολές της πυροβολαρχίας της Μεραρχίας προκαλούν τον τρόμο στους πρόσφυγες, οι οποίοι κλαίνε με λυγμούς φοβούμενοι πως δεν προλάβαιναν να περάσουν στην ασφάλεια του ελληνικού νησιού. Όταν πλέον είχε σκοτεινιάσει, τα ελληνικά τμήματα εντός του Δεκελί ήσαν πια ελάχιστα, γεγονός που προκάλεσε ανησυχία στους άνδρες της οπισθοφυλακής, καθώς σε περίπτωση ισχυρής τουρκικής επίθεσης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανθέξουν.
Μετά τα μεσάνυχτα και υπό το φως των προβολέων των πολεμικών πλοίων, άρχισε η επιβίβαση των τμημάτων της οπισθοφυλακής: πρώτα η πυροβολαρχία και κατόπιν τα τέσσερα Τάγματα Πεζικού. Τελευταίοι επιβιβάζονται οι διοικητές Συνταγμάτων, αντισυνταγματάρχες Τσίπουρας και Κωνσταντίνου, ο επιτελάρχης, αντισυνταγματάρχης Μομφεράτος, ο διοικητής οπισθοφυλακής ταγματάρχης Μπουντούρογλου και ο διορισμένος φρούραρχος Δεκελί, αντισυνταγματάρχης Μαυρογένους.
Χαράματα της 1ης Σεπτεμβρίου του έτους 1922, η αποχώρηση Μεραρχίας και προσφύγων από την προαιώνια ελληνική κοιτίδα της Μικράς Ασίας έχει ολοκληρωθεί. Αντιτορπιλικό του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, βάλλει τότε με δυο βολές κατά των θέσεων, απ’ όπου είχε εξαπολυθεί την προηγούμενη μέρα η τουρκική επίθεση κατά της Μεραρχίας. Εις εκ των γενναίων λοχαγών της μυθικής Ανεξαρτήτου Μεραρχίας, Αμπελάς Δημήτριος τ’ όνομά του, σημείωσε με πόνο ψυχής πως αυτές οι ύστατες βολές ήσαν –θαρρείς- ο αποχαιρετισμός του Ελληνικού Στρατού προς την πανάρχαια Ελληνική Πατρίδα της Ιωνίας.
Στη δική μας Θέληση εναπόκειται Χρυσαυγίτες και Χρυσαυγίτισσες, οι ύστατες αυτές βολές να μη σημάνουν ποτέ αποχαιρετισμό αλλά μονάχα υπόσχεση προς τους Αγέννητους και τους Μεγάλους Νεκρούς του Έθνους, πως ο Ελληνικός Στρατός θα ξαναγυρίσει κι η γη κάτω από τα πόδια του θα τρέμει!
Ευάγγελος Καρακώστας