Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Γεωπολιτική Ανάλυση: Σύγκριση Τραμπ-Κλίντον. Προς μία νέα τάξη πραγμάτων την επαύριο των αμερικανικών εκλογών

Οι προσεχείς εκλογές για την ανάδειξη του 45ου προέδρου των ΗΠΑ παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες, που καθιστούν την παρακολούθηση τους άκρως ενδιαφέρουσαΚατ΄ αρχάς, ο προεκλογικός αγώνας διεξάγεται σε συνθήκες πρωτοφανούς πόλωσης για τα αμερικανικά δεδομένα που δεν έχει προηγούμενο στη νεότερη ιστορία της χώρας.

Η υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος, Χίλαρι Κλίντον, διαθέτει μακρά πολιτική εμπειρία. Γνώρισε τον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο 1993, όταν ανέλαβε προεδρικά καθήκοντα ο σύζυγός της, Μπιλ Κλίντον, ενώ η ίδια είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να προωθήσει ένα καινούργιο σύστημα υγείας όταν βρισκόταν στην Γερουσία (2001-2009).

Γνωστή για τη θητεία της στο State Department την περίοδο 2009-2013, θεωρείται πολιτικός καριέρας που είναι απόλυτα ταυτισμένη με την καθεστηκυία τάξη, γνωρίζοντας καλά τα γρανάζια της εξουσίας. Έλαβε επίσημα το χρίσμα στο συνέδριο των Δημοκρατικών (Φιλαδέλφεια, 26 Ιουλίου 2016), με κλονισμένο γόητρο υπό το βάρος των αποκαλύψεων για το ''email gate'' και τις ανάρμοστες μεθοδεύσεις σε βάρος του εσωκομματικού της αντιπάλου, Μπέρνι Σάντερς.
Ο δισεκατομυριούχος  επιχειρηματίας Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ενάντια σε όλα τα προγνωστικά που υπήρχαν όταν ξεκίνησε η εσωκομματική διαδικασία, χρίστηκε επίσημα υποψήφιος στο αντίστοιχο συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (Κλίβελαντ, 20 Ιουλίου 2016), δεν διαθέτει καθόλου πολιτική εμπειρία. Αποτελεί κατεξοχήν εκπρόσωπο του ''αμερικανικού ονείρου'' ο οποίος δεν ταυτίζεται με την κλασσική ορθόδοξη ρεπουμπλικανική  προσέγγιση και ο αντισυστημικός του λόγος αντίκειται στην πολιτική ορθότητα.
Με αυτά τα δεδομένα, η εκλογική αναμέτρηση μεταξύ των δύο υποψηφίων παραπέμπει -με όρους συμβατούς- σε αγώνα μεταξύ του παλαιού και του νέου. Η διαφορετική ατζέντα για την εξωτερική πολιτική είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία που προσδιορίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των εκλογών της 8ης Νοεμβρίου 2016.
Ο Μπαράκ Όμπαμα ανέλαβε την προεδρία της χώρας τον Ιανουάριο 2009, ύστερα από την 8χρονη διακυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου, ο οποίος ακολούθησε μια νέο-συντηρητική και άκρως παρεμβατική πολιτική με το πρόσχημα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Έτσι, υιοθέτησε το δόγμα της προληπτικής δράσης, το οποίο προοριζόταν να αντικαταστήσει το δόγμα της αποτροπής και της ανάσχεσης, τα οποία όριζαν τη σύγχρονη διεθνή τάξη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και έπειτα. Οι ΗΠΑ χρησιμοποιώντας την ασυναγώνιστη στρατιωτική τους ισχύ, ανέλαβαν ένα μονοπολικό και προληπτικό ρόλο στην αντιμετώπιση των τρομοκρατών και των αντίπαλων κρατών που επιδίωκαν να αποκτήσουν όπλα μαζικής καταστροφής σύμφωνα με την τότε στρατηγική. Υπό αυτήν τη λογική έγιναν οι επεμβάσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν που αποτέλεσαν την απαρχή για την αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής. Η εξωτερική πολιτική του Τζορτζ Μπους ήταν ένα μείγμα στρατιωτικής επιθετικότητας, ιμπεριαλισμού και θρησκευτικού φανατισμού.
Ο απερχόμενος πρόεδρος είχε δεσμευτεί να αποσύρει τα στρατεύματα από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, πράγμα το οποίο έκανε. Από τους 180.000 στρατιώτες στις δύο χώρες σήμερα υπάρχουν λιγότεροι από 15.000, ενώ στην διακήρυξη της στρατηγικής ασφάλειας τον Μάιο 2010 έθεσε τις προτεραιότητες της πολιτικής των ΗΠΑ και για την εξωτερική πολιτική. Σε ένα κείμενο 60 σελίδων εξήγγειλε, μεταξύ άλλων, την πολιτική της επανεκκίνησης των σχέσεων με την Ρωσία, με στενότερη συνεργασία τόσο στον ενεργειακό όσο και στον οικονομικό τομέα και την επικράτηση ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Τον Φεβρουάριο 2015 δημοσιοποιήθηκε μια νέα μελέτη του Λευκού Οίκου για την εθνική στρατηγική, όπου αναφερόταν για πρώτη φορά η επιθετικότητα της Ρωσίας, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω της ανάσχεσης της επιρροής της Μόσχας, η ανακοπή της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης και η μεταφορά του ενδιαφέροντος στη ΒΑ Ασία ως μέγιστη προτεραιότητα.
Η Χίλαρι Κλίντον υπήρξε υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης Μπαράκ Ομπάμα (21 Ιανουαρίου 2009 – 1 Φεβρουαρίου 2013). Η θητεία της συνδέθηκε με την ''Αραβική Άνοιξη'', η οποία οργανώθηκε από κοινού με το ΝΑΤΟ και τη CIA. Η τότε υπουργός παρουσίασε στον αμερικανό πρόεδρο  το σχέδιο για την αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με αυτό, συγκεκριμένα απολυταρχικά καθεστώτα τα οποία επί δεκαετίες βρίσκονταν στην εξουσία θα αντικαθίσταντο από κυβερνήσεις απολύτως  φιλικά προσκείμενες στα αμερικανικά συμφέροντα, οι οποίες θα βασίζονταν στα πρότυπα του δυτικού μοντέλου διακυβέρνησης που προάγει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και την οικονομική ανάπτυξη. Επικαλουμένη η τότε Secretary of State τις εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών, το εγχείρημα αυτό θα ήταν ελεγχόμενο ως προς τα αποτελέσματά του και δεν εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλεια και σταθερότητα στην περιοχή.
Ο πρώην ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων Τζον Μακέιν ανέλαβε να συντονίσει την οργάνωση των επιχειρήσεων σε Αίγυπτο, Λιβύη και Συρία, έχοντας ξεχωριστές επαφές με τις αντικαθεστωτικές ομάδες της κάθε χώρας. Αυτό υπήρξε στρατηγικό λάθος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που δημιούργησε χάος στην περιοχή και άνοιξε το Κουτί της Πανδώρας με την ανάδειξη των πιο ριζοσπαστικών ισλαμιστικών οργανώσεων. Οι πόλεμοι σε Λιβύη και Συρία καθώς και η πολιτική αστάθεια στην Αίγυπτο δημιούργησαν μια τέτοια κατάσταση που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Οι ΗΠΑ αφού υποστήριξαν τη νατοϊκή επέμβαση στη Λιβύη, πλήρωσαν βαρύ αντίτιμο στις 11 Σεπτεμβρίου 2012 με την επίθεση στο προξενείο τους στη  Βεγγάζη, όπου ο αμερικανός πρέσβης και τρεις υπάλληλοι σκοτώθηκαν από τρομοκρατική επίθεση.
Στην Συρία οι ΗΠΑ υποστήριξαν τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA), το μέτωπο Αλ-Νούσρα (Al Qaeda) και το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και Λεβάντε (ISIS). Μάλιστα το τελευταίο υπήρξε δημιούργημα των ΗΠΑ στην προσπάθεια για την ανατροπή του προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ, το οποίο τελικά μερικώς αυτονομήθηκε και ήρθε σε αντίθεση με τα αμερικανικές επιδιώξεις.
Στην Αίγυπτο ο εκλεκτός των ΗΠΑ Μοχάμεντ  Μόρσι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ο οποίος ήταν φυλακισμένος από την προηγούμενη κυβέρνηση, έγινε πρόεδρος για βραχεία χρονική περίοδο. Η στρατιωτική επέμβαση έδωσε τέλος στην προσπάθεια μετάβασης της χώρας σε θεοκρατικό καθεστώς. Επίσης, η γνωστοποίηση του ακριβούς χρονοδιαγράμματος για την  αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ υπήρξε σφάλμα τακτικής, αφού έδωσε τη δυνότητα στο Ισλαμικό Κράτος να καταλάβει χωρίς αντίσταση μεγάλες περιοχές της χώρας.
Η Ευρώπη επωμίζεται μονομερώς τις βαρύτατες επιπτώσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής της περιόδου εκείνης με τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές να έχουν προκαλέσει τη μεγαλύτερη κρίση στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ από την ίδρυσή της.
Η επιλογή της Χίλαρι Κλίντον να υποστηρίξει ένοπλες αντικαθεστωτικές ομάδες και τρομοκρατικές οργανώσεις όχι μόνο απέτυχε, αλλά στράφηκε και εναντίον της αμερικανικής πολιτικής, αφού έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία να αναλάβει πρωτοβουλίες που την ανέδειξαν ως κυρίαρχη δύναμη στην κρίση της Συρίας και αναβάθμισαν την παρουσία της στην περιοχή εν γένει.
Οι σχέσεις με τη Ρωσία, παρά την αρχική καλοπροαίρετη πρόθεση του Μπαράκ Ομπάμα επιδεινώθηκαν λόγω της χρόνιας αμοιβαίας έλλειψης εμπιστοσύνης και τον πόλεμο της Γεωργίας το 2008, ιδιαίτερα μετά την επάνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν στην προεδρία της χώρας του. Η Χίλαρι Κλίντον είναι γνωστή για τους πύρινους λόγους της κατά της Ρωσίας και του προέδρου Βλαντιμίρ Πόυτιν προσωπικά, τόσο κατά την θητεία της στο State Department όσο και κατά την προεκλογική περίοδο ως υποψηφίας για την προεδρία. Υπέρμαχος των αμερικανικών επεμβάσεων στις χώρες της Μέσης Ανατολής, έχει κατηγορήσει τη Μόσχα ότι προκαλεί μεγαλύτερο χάος στην περιοχή υποστηρίζοντας τον σύριο προέδρο. Έχει απειλήσει ευθέως με ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον της Ρωσίας λόγω των κυβερνοεπιθέσεων που, όπως ισχυρίζεται, διεξάγει η τελευταία.
Η ουκρανική κρίση και η προσάρτηση της Κριμαίας τον Φεβρουάριο 2014 στη Ρωσία θα ταλανίζει τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις επί μακρόν. Οι οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και την ΕΕ έχουν ως σημαντικό χαμένο τις χώρες της Ευρώπης που διατηρούν διαφορετικό επίπεδο διμερών σχέσεων και συνεργασίας με τη  Μόσχα. Η δραστική μείωση ή ακόμη και η ολοκληρωτική διακοπή των εξαγωγικών δραστηριοτήτων προς τη Ρωσία έχει προκαλέσει τεράστια απώλεια εσόδων, επιδεινώνοντας το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών των κρατών μελών και ταυτόχρονα αποδυναμώνει τη Γερμανία, η οποία επιδιώκει μια ηγεμονική οικονομική συμπεριφορά στην Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ εξώθησαν τη Ρωσία σε αυτές τις ενέργειες όταν προσπάθησαν να διευρύνουν το ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη προς το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας που αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας της. Η Ρωσία βλέπει την επέκταση του ΝΑΤΟ ως συρρίκνωση της σφαίρας επιρροής της που δύναται να καταλήξει σε περικύκλωσή της. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την εξαγγελία του Μπαράκ Όμπαμα στη στρατηγική εθνικής ασφαλείας όπου μιλούσε για συνεργασία σε οικονομικό επίπεδο με τη Ρωσία,  ώστε η τελευταία να μπορέσει να ευημερήσει.  Η Ουάσιγκτον χωρίς να χρησιμοποιήσει τις δικές της δυνάμεις (ή αν το κάνει  αυτές είναι συγκαλυμμένες)  εφάρμοσε τις αρχές για μια ηγεμονική σταθεροποίηση στον κόσμο που αναδύεται.  Η Ρωσία αναγνωρίζοντας το σχέδιο των ΗΠΑ αντέδρασε, με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση των δύο χωρών να έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά νέου Ψυχρού Πολέμου. Οι διμερείς σχέσεις των δύο χωρών έχουν περιέλθει στα πια χαμηλά επίπεδα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με τη Χίλαρι Κλίντον να έχει συμβάλλει τα μέγιστα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οι θέσεις του Ντόναλντ Τραμπ για την εξωτερική πολιτική παρουσιάστηκαν επίσημα στην ομιλία του στο Centre for the National Interest στην Ουάσιγκτον στις 27 Απριλίου 2016. Εκεί ανέφερε ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχει έλλειψη σαφούς προσανατολισμού και οράματος, επισημαίνοντας πέντε τρωτά σημεία:
1. Την υπερεπέκταση των εθνικών πόρων
2. Τη δυσανάλογη συμμετοχή των συμμάχων σε οικονομικό επίπεδο στους διαφόρους οργανισμούς και πρωτίστως στο ΝΑΤΟ, όπου οι ΗΠΑ επωμίζονται το βαρύτερο φορτίο
3. Τα συμμαχικά κράτη αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να εξαρτώνται από τις ΗΠΑ
4. Οι αντίπαλες χώρες δεν σέβονται πια τις ΗΠΑ
5. Οι στόχοι της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής είναι μη κατανοητοί.
Αφού αποδοκίμασε τα βαρύτατα σφάλματα τόσο της κυβέρνησης Μπαράκα Ομπάμα όσο και της διακυβέρνησης Τζορτζ Μπους στη Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, που προκάλεσαν χάος και αστάθεια, υποσχέθηκε ότι εφόσον εκλεγεί πρόεδρος θα διορθώσει τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Επαγγέλλεται μια διαφορετική εξωτερική πολιτική που πρωταρχικούς στόχους έχει την ανάσχεση του εξτρεμιστικού Ισλάμ, την ανοικοδόμηση της οικονομίας, τον εξορθολογισμό των στρατιωτικών δαπανών και τέλος τη χάραξη των στόχων της εξωτερικής πολιτικής με αποκλειστικό γνώμονα τα αμερικανικά συμφέροντα.
Στο πλαίσιο αυτό είναι πρόθυμος να συνεργαστεί με τη Ρωσία για την καταπολέμηση του ISIS. Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων προσβλέπει στην ειρηνική συνύπαρξη των δύο μεγάλων δυνάμεων που μαζί με την Κίνα θα πρέπει να μοιραστούν το φορτίο της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στην πρώτη τηλεοπτική αναμέτρηση  μεταξύ των δυο υποψηφίων (Νέα Υόρκη, 27 Σεπτεμβρίου 2016) , οι ΗΠΑ δεν μπορούν να είναι ο παγκόσμιος χωροφύλακας. Η ειρηνική συνύπαρξη με Κίνα και Ρωσία αποτελεί προϋπόθεση για την διαχείριση των συλλογικών προβλημάτων στη βάση ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Συγκεκριμένα, επιθυμεί να βελτιώσει τις διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία που σήμερα έχουν φτάσει στο ναδίρ και η επιδίωξη του είναι να έρθει σε συνεννόηση με την Κίνα, αφού οι ΗΠΑ έχουν ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα (1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων), το οποίο θα πρέπει να μειωθεί δραστικά.
Αναφορικά με τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ  και τις σχέσεις με τους συμμάχους, αποκαλεί τον οργανισμό αναχρονιστικό και ζητά την αύξηση των αμυντικών δαπανών των άλλων κρατών προκειμένου οι ΗΠΑ να απελευθερώσουν πόρους για την εγχώρια οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί ότι το Ισραήλ δεν θα πρέπει να συνεχίζει να λαμβάνει δωρεάν στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ, αφού το Τελ Αβίβ έχει τη δυνατότητα να αναλάβει μονομερώς τα αμυντικά βάρη.    
Στο πεδίο των διεθνών οικονομικών σχέσεων έχει κατακρίνει την εμπορική συμφωνία NAFTA, που υποστήριξε θερμά το δίδυμο Μπαράκ Ομπάμα-Χίλαρι Κλίντον, ως ετεροβαρής για την αμερικανική οικονομία και στοχεύει στην επαναδιαπραγμάτευση της. Η ατζέντα του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου αντανακλά πτυχές μίας απομονωτικής πολιτικής  προκειμένου να επιτευχθούν λύσεις για τα σημαντικά εσωτερικά προβλήματα.
Οι διαφορές των δύο αντιπάλων διαφαίνονται δομικές στη γεωπολιτική και γεωοικονομική θεώρησή τους.
Βασική θέση της Χίλαρι Κλίντον  είναι η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των χωρών που εγκολπώνονται τις αρχές της παγκοσμιοποίησης και η δημιουργία μεταξύ αυτών ισχυρών δικτύων διασύνδεσης που αφορούν την άμυνα, την ασφάλεια, τις εμπορικές συμφωνίες, τις  χρηματοοικονομικές συναλλαγές και τις ροές πολυμέσων. Αυτές οι φιλικές δυνάμεις προς τη Νέα Παγκόσμια Τάξη θα δημιουργήσουν τον λειτουργικό πυρήνα της παγκοσμιοποίησης, βάσει της οποίας η ισορροπία και ασφάλεια στον πλανήτη μπορεί να επιτευχθεί. Η ευόδωση του στόχου αυτού θα γίνει μέσω ενός μονοπολικού διεθνούς συστήματος υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας και οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες πρέπει να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ στο πλαίσιο του open door policy.
Δεν διαφαίνεται καμία προοπτική για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων με τη Ρωσία, αφού η Χίλαρι Κλίντον έχει άκαμπτη στάση έναντι της Μόσχας. Με την περικύκλωση ως πιθανό σενάριο εφαρμογής, αν διαδεχθεί τον Μπαράκ Ομπάμα, θα ανοίξει ένα νέο έντονο πεδίο αντιπαράθεσης μετά την Ουκρανία και Συρία,  μεταξύ των δύο χωρών, κατ’ αρχάς στη Βαλτική, όπου Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία επιδεικνύουν αισθήματα ρωσοφοβίας.
Στην περιοχή του Ειρηνικού-ΝΑ Ασίας οι ΗΠΑ οφείλουν να κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους και να περιορίσουν ακόμη και με πόλεμο την τάση της Κίνας να εξελιχθεί σε περιφερειακή υπερδύναμη. Η εξουδετέρωση της Κίνας αποτελεί πρωταρχικό σκοπό της πρώην υπουργού Εξωτερικών. Αναφορικά με το Ισλάμ, θεωρεί ότι εφόσον εξυπηρετεί τα αμερικάνικα συμφέροντα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Τέλος, ως υπέρμαχος των στρατιωτικών επεμβάσεων ανά τον κόσμο συμπλέει με το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα που συμβάλλει ουσιαστικά στην διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και έχει τη συγκεκαλυμένη υποστήριξη του αμερικανικού εβραϊκού λόμπι που αποτελεί μια σημαντική ομάδα συμφερόντων.
Ο Ντόναλντ Τραμπ πρεσβεύει μια νέα εξωτερική πολιτική. Πρόθεσή του είναι να τερματίσει τις ακραίες ρωσο-αμερικανικές εντάσεις και να οικοδομήσει γερές σχέσεις με τη Μόσχα. Αντιλαμβάνεται ότι η ισορροπία δυνάμεων στο διεθνές σύστημα έχει αλλάξει και ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν πια να δρουν μονομερώς για όλα τα ζητήματα χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους τις δύο άλλες μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη, Ρωσία και Κίνα. Με την Κίνα θα επιδιώξει να έρθει σε συνεννόηση στο οικονομικό και εμπορικό επίπεδο. Η ανάπτυξη ειρηνικών και φιλικών σχέσεων με τις δύο αυτές χώρες αποτελεί προϋπόθεση για την κοινή διαχείριση των μεγάλων παγκοσμίων προβλημάτων ασφάλειας στο πλαίσιο ενός πολυπολικού μοντέλου, το οποίο και οραματίζεται.
Η ουσιαστική καταπολέμηση του ISIS και του ριζοσπαστικού Ισλάμ αποτελεί επίσης προτεραιότητα στην πολιτική του ατζέντα. Τέλος, το μεγάλο ''στοίχημα'' στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις είναι να επαναφέρει τις αμερικανικές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν εγκατασταθεί στις ζώνες ελεύθερου εμπορίου στο Μεξικό, θεωρώντας ότι η NAFTA υπήρξε επιζήμια για τα αμερικάνικα συμφέροντα, αφού χιλιάδες θέσεις εργασίας έφυγαν έκτος ΗΠΑ.
Το κατά πόσον ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορέσει να εφαρμόσει στην πράξη το πρόγραμμά του για την εξωτερική πολιτική αν γίνει ο 45ος πρόεδρος, είναι κάτι που δεν μπορεί να απαντηθεί. Θα χρειαστεί μια ουσιώδη ανατροπή των συσχετισμών στο βάθος του αμερικανικού συστήματος και να συγκροτήσει ένα δικό του επιτελείο για την εξωτερική πολιτική. Υπάρχει η άποψη ότι δεν θα καταφέρει να κάνει ουσιαστικές αλλαγές, ειδικά στις σχέσεις με τη Μόσχα, αφού θα περιστοιχίζεται από μια γραφειοκρατία με καθεστηκυίες απόψεις και προκαταλήψεις σε βάρος της Ρωσίας. Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έχει μια σταθερή συνέχεια, ανεξάρτητα με το αν στην προεδρία είναι οι Δημοκρατικοί ή οι Ρεπουμπλικάνοι. Σε καμία περίπτωση δεν είναι προσωποπαγής, αλλά διαμορφώνεται από πολλούς συντελεστές στο εσωτερικό. Είναι γνωστές οι μετακινήσεις στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής από το Κογκρέσο στην πολιτική.
Το πρόγραμμα των δύο υποψηφίων επαναφέρει το διαχρονικό δίλημμα απομονωτισμός ή παρεμβατισμός αναφορικά με τα δύο ρεύματα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ο Ντόναλντ Τραμπ φανερά κλίνει προς την πλευρά ενός ιδιότυπου απομονωτισμού. Έχοντας ασπαστεί την άποψη της συντηρητικής σχολής του απομονωτισμού θεωρεί ότι η οικονομική ευημερία θα εξασφαλίσει την αυτάρκεια των ΗΠΑ. Για αυτό οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να μειωθούν και ο περιορισμός των αμερικανικών δυνάμεων από την Ευρώπη και την Ασία θα εξοικονομήσει σημαντικούς πόρους. Από την άλλη, η Χίλαρι Κλίντον έχει ως τώρα λειτουργήσει ως υπέρμαχος της σχολής του παρεμβατισμού. Ο σύγχρονος αμερικανικός παρεμβατισμός αποβλέπει αποκλειστικά στον έλεγχο των μεγάλων πηγών ενέργειας και έτσι έμμεσα ελέγχει και πολιτικά την Ευρώπη, καθώς και τις οικονομίες της Ασίας που βασίζονται ενεργειακά σε αυτές τις πηγές.
Μολονότι η κατανόηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι εύκολη υπόθεση, συνοψίζοντας τις θέσεις των δύο υποψηφίων, οι εκλογές την προσεχή Τρίτη ίσως κρίνουν εν πολλοίς, αν η διπλωματία της Ουάσιγκτον θα εφαρμοστεί στη λογική ενός μονοπολικού διεθνούς συστήματος όπου οι ΗΠΑ, ως ηγέτιδα δύναμη, θα παρεμβαίνουν  έστω και επιλεκτικά  στις διεθνείς υποθέσεις, για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους παγκόσμια ή αντίθετα στο πλαίσιο ενός πολυπολικού συστήματος ασφαλείας,  θα κάνουν στροφή απομονωτισμού, προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα στα του οίκου τους.
Η Χρυσή Αυγή, αναλύοντας σωστά τα δεδομένα, έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ. Οι πατριωτικές πολιτικές του θέσεις και η θεώρηση του για το διεθνές γίγνεσθαι αποτελούν αδιαμφισβήτητα μια αισιόδοξη προοπτική για την ευόδωση των σκοπών του κινήματος μας.
Πέτρος Τασιός