Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

pros-metopo[1]

Απρίλιος του 1941 ήταν, όταν οι φαντάροι μας έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής από το μέτωπο. Η γερμανική πολεμική μηχανή είχε ήδη καταλύσει τα μέτωπα αντίστασης στα σύνορα της Χώρας μας. Οι εξαθλιωμένοι πολεμιστές του Έθνους μας έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής προς τις οικίες τους.  Μια ομάδα εξ αυτών, περνούσε και από το Κερασοχώρι της Ευρυτανίας όπου, ο κ. Ηλίας ως αξιωματικός της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής υπηρετούσε το λειτούργημά του μαζί με την οικογένειά του. Στην αυλή του σπιτιού όπου διέμενε η οικογένεια του προαναφερθέντος αξιωματικού, έκατσαν να ξαποστάσουν οι εξαθλιωμένοι και συνάμα πεινασμένοι οπισθοχωρήσαντες Έλληνες στρατιώτες. Η κυρά Γιαννούλα, σύζυγος του αξιωματικού της Χωροφυλακής, σάστισε. Οι «καταλήψαντες» την αυλή φαντάροι εκλιπαρούσαν για ένα πιάτο φαί. Η κυρά Γιαννούλα, χωρίς δεύτερη σκέψη, εκείνο το πρωινό, φούρνισε έξι ταψιά ψωμί. Για να σας δώσω να καταλάβετε, το κάθε φούρνισμα ισοδυναμούσε με πέντε οκάδες ψωμί. Τουτέστιν, με τα σημερινά δεδομένα, ισοδυναμούσε με οκτώ κιλά ψωμί. Σημειωτέον,  μιλάω για φούρνο που έκαιγε ξύλα. Οι φαντάροι, αφού έφαγαν το κατά δύναμη, συνέχισαν τον δρόμο τους, ευχαριστώντας την οικοδέσποινα.

Οκτώβριος του ίδιου έτους, ο κ. Ηλίας μαζί με τη σύζυγο του αφού σέλωσαν το άλογο, ξεκινούν για το Λιανοκλάδι προς αναζήτηση τροφών. Έφτασαν, μετά από πορεία πέντε ημερών, στο Λιανοκλάδι. Με τον πενιχρό μισθό του ο κ. Ηλίας κατάφερε να αποκομίσει ένα σακί αλεύρι και ένα μισογεμάτο σακί φάβα. Αφού τα εφόδια φορτώθηκαν στ’ άλογο και οι αποκομισθέντες ήταν έτοιμοι να πάρουν το δρόμο του γυρισμού, ξάφνου, δύο άντρες βαστάζοντες ένα σακί αλεύρι μπαίνουν μπροστά στο δρόμο του αλόγου, λέγοντας: θα πάρετε και αυτό το σακί. Η κυρά Γιαννούλα σαστισμένη ρωτά, ποιοι είστε; Και οι φέροντες το σακί απαντούν: Εσείς δεν μας θυμάστε, αλλά εμείς σας θυμόμαστε, όταν μας ταΐσατε στην αυλή σας.
Όλοι καταλάβατε το τι συνέβη. Έτσι ήταν η Ελλάδα του τότε.
Η ιστορία που σας περιέγραψα είναι πέρα για πέρα αληθινή. Εγώ προσωπικά δεν ήταν δυνατόν να την ζήσω και να σας την διηγηθώ. Τυγχάνει όμως, η κ. Γιαννούλα και ο κ. Ηλίας να είναι πρόγονοί  μου, και συγκεκριμένα οι γονείς της μητέρας μου, απ’ όπου η τελευταία μου διηγήθηκε την ιστορία. Βέβαια στο Κερασοχώρι, δεν ήταν οι μοναδικοί που πρόσφεραν τέτοιου είδους υπηρεσίες, αλλά ήταν κάποιοι από τους πολλούς που γράφουν την ιστορία, της χιλιοπονεμένης Πατρίδος μας.
ΖΗΤΩ Η 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940!