Τρίτη 15 Μαΐου 2018

H πυρηνική κρίση ΗΠΑ - Ιράν εντείνει την γεωπολιτική αιώρηση της Άγκυρας

Το Ιράν αποτελεί σημαντικό εμπορικό εταίρο της Τουρκίας. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία το συνολικό εμπόριο μεταξύ των δυο χωρών ανήλθε το 2017 σε 11 δισεκατομμύρια δολάρια. Το Ιράν μαζί με την Ρωσία είναι ο κυριότερος προμηθευτής φυσικού αερίου στην Τουρκία (10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ετησίως).
Μετά την μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, αποχώρηση την οποία καταδίκασε η Τουρκία, και την επαναφορά των οικονομικών κυρώσεων, τα σχέδια της Ουάσιγκτον προβλέπουν να υποχρεώσουν και τις άλλες χώρες του δυτικού μπλοκ να ακολουθήσουν το παράδειγμα της, κάτι που αν υποχρεωθεί να το πράξει η Τουρκία θα προκαλέσει τεράστιο πλήγμα στην οικονομία της που ήδη μαστίζεται από την κρίση.
Το τουρκικό νόμισμα μετά την στρατιωτική επέμβαση στο Αφρίν και τις προεκλογικές εξαγγελίες του κυβερνώντος κόμματος AKP ήδη έχει χάσει το ένα έκτο της αξίας του έναντι του δολαρίου και οι ανησυχίες για την τουρκική λίρα εντείνονται λόγω της γεωπολιτικής αστάθειας και τον αυξανόμενο πληθωρισμό. Η Τουρκία οδηγείται σε τεράστια οικονομική ύφεση και η συμπόρευση με τις ΗΠΑ στο θέμα κυρώσεων ουσιαστικά θα έδινε το τελειωτικό χτύπημα στην οικονομία της χώρας. Η Άγκυρα δηλώνει μεν ότι θα αψηφήσει τις οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ στο Ιράν, όμως ένα μεγάλο ποσοστό των τουρκικών τραπεζών θα αντιμετώπιζε δισεκατομμύρια δολάρια προστίμων από την μη σύμπλευση με τις κυρώσεις της Ουάσιγκτον, καθώς αυτές οι τράπεζες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από δάνεια που έχουν λάβει από αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Η πολυσχιδής επίθεση των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν που υποστηρίζεται από το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία εντείνει περαιτέρω την γεωπολιτική δυστοκία της Άγκυρας, η οποία το τελευταίο διάστημα στην κρίση της Συρίας προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ ΗΠΑ και ΝΑΤΟ αφενός και Ρωσίας και Ιράν από την άλλη. Χαρακτηριστικό αυτής της γεωπολιτικής δυστοκίας είναι η πρόσφατη πυραυλική επίθεση του Ισραήλ εναντίον ιρανικών στόχων στην Συρία. Η Άγκυρα επιμελώς απέφυγε να καταδικάσει αυτή την ενέργεια του Τελ Αβίβ, αν και ο Ερντογάν δεν χάνει την ευκαιρία τα τελευταία χρόνια να κάνει κριτική και επιθετικές δηλώσεις κατά του ιουδαϊκού κράτους. Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει τουρκο-ρωσο-ιρανική συμμαχία στο θέμα της Συρίας, καθώς και οι τρείς χώρες έχουν αντικρουόμενες απόψεις και αγωνίζονται για να προωθήσουν τα αντίστοιχα οικονομικά και στρατιωτικο-στρατηγικά συμφέροντα τους.
Η Τουρκία ήταν μαζί με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία χορηγός των ισλαμοσυμμοριτών στον πόλεμο της Συρίας, έως ότου η Ουάσιγκτον αποφάσισε να ενισχύσει τους Κούρδους του PYD ως το τελευταίο εναπομείναν οχυρό της στην περιοχή. Ακόμη και τώρα που η Άγκυρα συμπορεύτηκε με την Μόσχα και την Τεχεράνη  στην λεγόμενη ειρηνευτική διαδικασία για την Συρία, δεν καταδίκασε παρ’ όλα αυτά την αποτυχημένη πυραυλική επίθεση του περασμένου μήνα των ΗΠΑ, Γαλλίας και Βρετανίας εναντίον στόχων στην Συρία που έγινε με πρόσχημα τα χημικά στην πόλη Ντούμα. Η συνεργασία λοιπόν μεταξύ Άγκυρας και Τεχεράνης στην Συρία  βασίζεται αποκλειστικά στην κοινή πολιτική τους έναντι των Κούρδων, η δε συνεργασία με την Μόσχα βασίζεται στην προσπάθεια της Ρωσίας να προκαλέσει ρήγμα στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ με βαθύτερη προοπτική την έξοδο της Τουρκίας από την Συμμαχία.
Ο Ερντογάν τόσο στο θέμα της Συρίας όσο και στο θέμα των οικονομικών κυρώσεων εναντίον του Ιράν στοχεύει με τους τακτικισμούς του να προωθήσει τα συμφέροντα της χώρας του με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ενώ κατά το παρελθόν η πολιτική του βασιζόταν στην υποστήριξη που του παρείχαν οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, τώρα που αυτές οι σιωνιστικές δυνάμεις αμφισβητούν την κυριαρχία του, ο Ερντογάν χτυπά τα τύμπανα του ισλαμισμού και της προσέγγισης με την Ρωσία. Η γεωπολιτική αιώρηση και δυστοκία της Τουρκίας θα συνεχιστεί, όμως η σταδιακή απομάκρυνση της από το δυτικό στρατόπεδο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.
Γ. Λιναρδής