Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Έξοδος της Τουρκίας από την συμμαχία του ΝΑΤΟ;

Εδώ και αρκετά μεγάλο διάστημα η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί την Δύση (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, ΕΕ) ως απειλή. Από την απόπειρα δε πραξικοπήματος  τον Ιούλιο του 2016 έχει δημιουργηθεί στην Άγκυρα η εντύπωση ότι οι πραξικοπηματίες ήταν ελεγχόμενοι από δυτικές δυνάμεις και έδρασαν κατόπιν εντολών αμερικανονατοϊκών κύκλων. Η αμφισβήτηση της Δύσης δεν έχει ξεκινήσει από την διακυβέρνηση του Ερντογάν, το κόμμα του οποίου ανέλαβε την εξουσία το 2002 και έκτοτε κυβερνά την Τουρκία.
Η σταδιακή απομάκρυνση από τον λεγόμενο δυτικό κόσμο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά ήδη από το 1990 επί προεδρίας Οζάλ (βλ. «Ανατομία της Εξωτερικής Πολιτικής και Γεωπολιτικής της Μεταοθωμανικής Τουρκίας», εκδόσεις ΑΙΓΙΣ), κάτι το οποίο πολλοί αναλυτές δεν έχουν λάβει υπόψη τους ως άξιον μνείας και παρατήρησης, αν και σημαντικό.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής η ανησυχία για την διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας του τουρκικού κράτους επηρεάζει σχεδόν όλα τα κόμματα, ο παραδοσιακός φόβος των Τούρκων ότι οι Κούρδοι θα μπορούσαν να διασπάσουν την χώρα είναι υπαρκτός εδώ και έναν αιώνα. Ο φόβος αυτός τα τελευταία χρόνια έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας και απασχολεί σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τα κορυφαία κόμματα. Η σημερινή δε πολιτική της Ουάσιγκτον, η οποία στηρίζει με όπλα και χρήμα τους Κούρδους της Συρίας ως το τελευταίο οχυρό της αποτυχημένης στρατηγικής της στην περιοχή, θεωρείται από την Άγκυρα υπαρξιακή απειλή για την ακεραιότητα του τουρκικού κράτους. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης δημοσκόπησης σύμφωνα με την οποία το 72% των Τούρκων αντιλαμβάνεται τις ΗΠΑ ως την μεγαλύτερη απειλή για τα συμφέροντα της χώρας. Στην ίδια δημοσκόπηση μόνο το 23% θεωρεί το ΝΑΤΟ ως αξιόπιστη συμμαχία.
Οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ αποτελούν για την Τουρκία τον ακρογωνιαίο λίθο  του μέλλοντος της στην Συμμαχία, σχέσεις οι οποίες το τελευταίο διάστημα έχουν φτάσει στο ναδίρ. Σημαντικής σημασίας για αυτές τις σχέσεις είναι ότι οι στόχοι της Άγκυρας και της Ουάσιγκτον στην Μέση Ανατολή έχουν πάψει να επικαλύπτονται, κυρίως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ. Υφίστανται τεράστιες διαφορές μεταξύ των δυο πλευρών όσον αφορά την στρατηγική για το μέλλον της Συρίας και της υποστήριξης των Κούρδων του PYD, που είναι αδελφό κόμμα του PKK της Τουρκίας. Οι διαφορές αυτές μεγαλώνουν και τείνουν να οδηγήσουν ακόμη και σε στρατιωτική σύγκρουση των δυο εταίρων στο έδαφος της βόρειας Συρίας. Είναι προφανές ότι στα κέντρα λήψης αποφάσεων στις ΗΠΑ σταθεροποιείται η πεποίθηση ότι ο Ερντογάν όχι μόνο θέλει να διαμορφώσει μια ισλαμική Τουρκία διαλύοντας τις κοσμικές παρακαταθήκες του Κεμάλ, αλλά είναι επίσης αποφασισμένος να διαμορφώσει μια εξωτερική πολιτική ενάντια στον γεωπολιτικό ρόλο της Δύσης. Όσον αφορά το ΝΑΤΟ πρέπει να ειπωθεί ότι κανένα μέλος της συμμαχίας δεν έχει αμφισβητήσει μέχρι στιγμής την υψηλή αξία της Τουρκίας για την Συμμαχία (ούτε καν η Ελλάδα), όμως σε πολλές πρωτεύουσες της Δυτικής Ευρώπης η ανυπομονησία με την Άγκυρα και η ανησυχία αυξάνεται.
Στις σχέσεις της Άγκυρας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αυτή την εποχή διαμορφώνονται δυναμικές που σίγουρα υπονομεύουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη των εταίρων της Συμμαχίας. Σε αυτό συμβάλλει τα μέγιστα η ενίσχυση της συνεργασίας της κυβέρνησης του Ερντογάν με την Ρωσία, την χώρα δηλαδή που η Δύση θεωρεί ως την μεγαλύτερη πρόκληση για την γεωπολιτική της, ιδιαίτερα μετά τα τετελεσμένα στην Ουκρανία,  Κριμαία και Συρία. Αποκορύφωμα της ρωσο-τουρκικής συνεργασίας αποτελεί η απόφαση της Άγκυρας για την αγορά του αντιπυραυλικού-αντιαεροπορικού συστήματος S-400, μια αγορά που σηματοδοτεί εφόσον τελεσφορήσει την απόδειξη ενός στρατηγικού επαναπροσδιορισμού της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η αγορά αυτή συνδυαζόμενη με πιθανό εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ (F-35 stealth) είναι ένα σημαντικό βήμα απεξάρτησης της πολιτικής εξοπλισμών της Τουρκίας από την δυτική αμυντική τεχνογνωσία, κάτι που θα ενισχυθεί ιδιαιτέρως εφόσον η Τουρκία αποφασίσει ή υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να αντικαταστήσει την αγορά των F-35 με τα αντίστοιχα μαχητικά 5ης γενιάς της Ρωσίας (Su-57) ή της Κίνας (J-20).
Το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2015 η κυβέρνηση Ερντογάν το εξέλαβε ως ευκαιρία για την υποταγή του κεμαλικά διαπνεόμενου στρατού στην εξουσία του ισλαμικού κόμματος του AKP. Η διαδικασία υποταγής είχε ξεκινήσει με τις υποθέσεις «Εργκένεκον» (2007) και «Βαριοπούλα» (2013), το πραξικόπημα του 2016 έδωσε την δυνατότητα στον Ερντογάν όχι μόνο να απομακρύνει από τις ένοπλες δυνάμεις το προσωπικό που συμμετείχε στο πραξικόπημα, αλλά και όλους αυτούς που ήταν επικριτικοί για την μεταμόρφωση του τουρκικού κράτους σε ισλαμικό, δηλαδή κυρίως τους κεμαλιστές αξιωματικούς. Την πλειοψηφία των απομακρυνθέντων και φυλακισθέντων αξιωματικών αποτελούν αξιωματικοί με νατοϊκό «πρόσημο», τουτέστιν τους λεγόμενους «Ατλαντιστές», οι οποίοι σαφέστατα έχουν θετική στάση έναντι του ΝΑΤΟ. Η απομάκρυνση των Ατλαντιστών συνοδεύτηκε και από στοχευμένη αποδυνάμωση φιλοδυτικών γενικά στελεχών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Ποιος θα ήταν όμως ο αντίκτυπος μιας πιθανής εξόδου της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ; Πρώτον, θα αμφισβητηθεί ριζικά η συνοχή της Συμμαχίας. Δεύτερον, θα παραλύσει πρακτικά  η νοτιοανατολική  πτέρυγα του ΝΑΤΟ καθώς η Τουρκία ως γεωστρατηγική γέφυρα (Εγγύς- Μέση Ανατολή- Καύκασος, Βόσπορος- Μαύρη Θάλασσα) είναι ανεκτίμητη για την Συμμαχία. Τρίτον, επηρεάζεται η πυρηνική αποτροπή της Συμμαχίας καθώς η Τουρκία έχει ενεργό ρόλο στην στρατηγική πυρηνικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ. Τέταρτον, η έξοδος θα εξυπηρετούσε και θα ενίσχυε πολιτικά το αντιδυτικό στρατόπεδο καθώς θεωρείται βέβαιο ότι η Τουρκία θα προσχωρούσε υποχρεωτικά, για να αντισταθμίσει την απώλεια των στρατηγικών πλεονεκτημάτων της Συμμαχίας, σε άλλη συμμαχία (ο νοών νοείτω).
Τι προβλέπεται να γίνει; Επειδή το μέλλον είναι απρόβλεπτο, αναγκαστικά και η έξοδος της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ συνεπάγεται μεγάλης αβεβαιότητας. Η μέθοδος της επιστημονικά και λογικά καθοδηγούμενης ανάλυσης που χρησιμοποιήσαμε ανωτέρω για να ελεγχθεί όσο το δυνατόν η ανασφάλεια της πρόβλεψης, μας καθοδηγεί πιστεύουμε στις αιτιώδεις σχέσεις που χαρακτηρίζουν την υπάρχουσα κατάσταση και την αποκαλύπτουν στον αναγνώστη ρητά και χωρίς απρόσεκτες εικασίες.
Γ. Λιναρδής