Η ήττα, όμως, του Ελληνικού Στρατού το 1897 γέννησε ένα ακόμα λαμπρό
παράδειγμα αυταπάρνησης και ηρωισμού από τον Ελληνικό Λαό, γέννησε τον
θρύλο της επικής φυγής των Κουτσουφλιανιωτών και του Ολοκαυτώματος του
χωριού τους.
Η Κουτσούφλιανη, ήταν ένα ορεινό χωριό της Πίνδου,
της τότε επαρχίας Μετσόβου (τωρινή περιοχή σύνορα μεταξύ Νομών Τρικάλων –
όπου και ανήκει σήμερα – και Γρεβενών) και εκείνη την εποχή ήταν το
κυριότερο πέρασμα των αντάρτικων σωμάτων των Μακεδονομάχων λόγω της
στρατηγικής θέσης που κατείχε στην παραμεθόριο. Τα πυκνά δάση
και οι βουνοκορφές της έδιναν μεγάλη ασφάλεια και ελευθερία κινήσεων
στους αντάρτες, αφού μπορούσαν εύκολα να κρυφτούν και να ανιχνεύουν τις
κινήσεις των Τούρκων στρατιωτών της μεθορίου, αφού αποτελούσε και
θαυμάσιο κρησφύγετο για τους αντάρτες που διώκονταν από τους Τούρκους.
Οι Κουτσουφλιανιώτες βοήθησαν τα μέγιστα στις προσπάθειες των αντάρτικων
σωμάτων με την φιλοξενία που παρείχαν, αλλά και τις πληροφορίες για τα
μονοπάτια που οδηγούσαν με ασφάλεια στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.
Η ήττα της Ελλάδος στον πόλεμο του 1897 επεφύλασσε άσχημο μέλλον στους
κατοίκους του χωριού. Κατά την διάρκεια του πολέμου η Κουτσούφλιανη
έπαιξε σημαντικό ρόλο, αφού βρισκόταν σε παραμεθόριο περιοχή.
Πολλοί αντάρτες παρέμειναν στην Κουτσούφλιανη φοβούμενοι εισβολή των
Τούρκων στο χωριό, ενώ και για αρκετούς μήνες μετά τον Ελληνοτουρκικό
πόλεμο βοηθούσαν τους Κουτσουφλιανιώτες να αντιμετωπίσουν τους Γκέγκηδες
(Αλβανούς της βόρειας Αλβανίας), που έκαναν ληστρικές επιδρομές στα
χωριά της περιοχής μετά το τέλος του πολέμου στις 7 Μαΐου 1897. Κατά τη
διάρκεια του πολέμου η Κουτσούφλιανη δεν καταλήφθηκε ποτέ από τους
Τούρκους και παρέμεινε στην ουδέτερη ζώνη μέχρι τον Μάιο του 1898.Η ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της όλης υπόθεσης είναι πως όλοι οι κάτοικοι της Κουτσούφλιανης ήσαν Βλαχόφωνοι, γεγονός που θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Την ίδια στιγμή που ο τουρκικός στρατός είχε καταλάβει ολόκληρη την Θεσσαλία, ένας νέος ύπουλος εχθρός άγγιξε την Κουτσούφλιανη: οι ρουμανίζοντες Βλάχοι προπαγανδιστές της Μακεδονίας. Το νεαρό Ρουμανικό κράτος στα μέσα του περασμένου αιώνα προσπάθησε να εκμεταλλευθεί το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να επεκταθεί προς νότο. Άρχισε έτσι μια κίνηση προσηλυτισμού στην εθνική ρουμανική ιδέα των «αλύτρωτων αδερφών», όπως ονομάστηκαν έτσι τότε οι Βλαχόφωνοι. Η προπαγάνδα αυτή στην αρχή διευκολύνθηκε και υποστηρίχθηκε από την Οθωμανική διοίκηση της Μακεδονίας, που στάθηκε ευνοϊκή απέναντι στα μεγαλομανή σχέδια της Ρουμανικής προπαγάνδας. Οι Βλάχοι μέχρι τότε, επί 2000 χρόνια περίπου, θεωρούσαν αυτονόητη την Ελληνική καταγωγή τους και ουδέποτε ασχολήθηκαν με αυτονομιστικά κινήματα, γιατί απλούστατα δεν είχαν κρίση της εθνικής τους ταυτότητος. Ήταν πάντοτε στις πρώτες γραμμές κάθε εθνικού αγώνα και διακρινόντουσαν για την μεγάλη φιλοπατρία τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων αντιστάθηκε στη Ρουμανική προπαγάνδα στέλνοντας τα παιδιά τους στα Ελληνικά σχολεία και πηγαίνοντας σε Ελληνικές εκκλησίες.
Οι παραχαράκτες, λοιπόν, της ιστορικής αλήθειας, πράκτορες της ρουμανικής προπαγάνδας, επισκέφτηκαν και την πολύπαθη Κουτσούφλιανη όπου κατάφεραν με την πονηριά και την μαεστρία τους να αποσπάσουν τις υπογραφές από δύο-τρεις ανυποψίαστους κατοίκους του χωριού και να αποστείλουν ένα υπογεγραμμένο κείμενο, γραμμένο στα τουρκικά, στον σουλτάνο, στις αρχές του Ιουνίου 1897, στο οποίο, δήθεν παρακαλούσαν τον Σουλτάνο να τους πάρει υπό την σκέπη του γιατί δεν άντεχαν άλλο την ελληνική κυριαρχία στο χωριό! Είναι πράγματι άξιο απορίας πώς οι αδίστακτοι ρουμανίζοντες προπαγανδιστές έριχναν χωρίς ντροπή 700 χριστιανούς στην τουρκική τυραννία. Οι δήθεν κοπτόμενοι για αλύτρωτους αδελφούς, θεωρούσαν ότι οι Χριστιανοί Βλάχοι της Κουτσούφλιανης θα συμβίωναν θαυμάσια με τους μουσουλμάνους, παρά με τους Έλληνες ομοθρήσκους. Δυστυχώς, από τις πρώτες μέρες μετά την υπογραφή ειρήνης, με την οποία τερματιζόταν ο πόλεμος του 1897, οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων, με πρωτεργάτη την Γερμανία, χάραξαν τα νέα σύνορα Ελλάδος – Τουρκίας και στους χάρτες που συνέταξαν και έγιναν σχεδόν αμέσως αποδεκτοί από τον Σουλτάνο, περιέλαβαν την Κουτσούφλιανη. Η ρουμανική προπαγάνδα χρησιμοποιήθηκε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τον Σουλτάνο ώστε να απαλλαγεί η Τουρκία από ένα μεγάλο αγκάθι που λεγόταν Κουτσούφλιανη. Αρκετά είχε ταλαιπωρηθεί η Τουρκία από την Κουτσούφλιανη, η οποία είχε μετατραπεί σε ορμητήριο και καταφύγιο αντάρτικων επαναστατικών σωμάτων, τα οποία έκαναν επιδρομές στην τουρκοκρατούμενη επικράτεια της Μακεδονίας με αποκορύφωμα, βέβαια, τα επαναστατικά σώματα της Εθνικής Εταιρείας. Ένας σπουδαίος πατριώτης, ο ανθυπολοχαγός Γιώργος Βλαχογιάννης, σταθμάρχης τότε στο κοντινό χωριό Μαλακάσι, επισκέφθηκε την Κουτσούφλιανη στις αρχές Ιουλίου 1897 για να μάθει από πρώτο χέρι αν πράγματι ήταν αληθινό το κείμενο που στάλθηκε στον Σουλτάνο.
Οι Κουτσουφλιανιώτες δήλωσαν ότι αγνοούσαν εντελώς την ύπαρξη του κειμένου αυτού και αντέδρασαν άμεσα δείχνοντας αποφασισμένοι να κάψουν το χωριό και να εκπατρισθούν αν η Κουτσούφλιανη δινόταν στην Τουρκία. Το θέμα έφτασε μέχρι την Ευρώπη, όπου οι πρεσβευτές της Ελλάδος έδιναν σκληρή μάχη για το ζήτημα της Κουτσούφλιανης. Η Τουρκία, όμως, ήταν αποφασισμένη να μην χαρισθεί. Στις 3 Ιουλίου 1897, ημέρα Πέμπτη, η Κουτσούφλιανη δέχθηκε επίθεση από ισχυρό σώμα Τούρκων στρατιωτών που είχαν έδρα το Βελεμίτσι. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να εκπορθήσουν το χωριό με κάθε θυσία, όμως οι Κουτσουφλιανιώτες, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι και με την βοήθεια ισχυρού αντάρτικου σώματος (μέλη της Εθνικής Εταιρείας) μετά από σκληρή μάχη, απέκρουσαν τους Τούρκους, οι οποίοι αναγκάσθηκαν να τραπούν σε φυγή αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πέντε νεκρούς. Την ίδια εποχή στο χωριό έγινε και επίθεση Γκέγκηδων, η οποία όμως απεκρούσθη και αυτή επιτυχώς. Ακολούθησε μια περίοδος σιωπής για την Κουτσούφλιανη. Καμιά ενέργεια του επίσημου Ελληνικού κράτους, αλλά ούτε και δημοσιεύματα στον Τύπο, παρά το γεγονός ότι είχε υπογραφεί το προσύμφωνο ειρήνης, στα μέσα Σεπτεμβρίου 1897, στο οποίο επιμελώς απεκρύφθη η παραχώρηση της Κουτσούφλιανης στους Τούρκους, αφού από τα επίσημα χείλη των αντιπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων δηλωνόταν ότι ούτε σπιθαμή κατοικημένης γης δεν θα παραχωρούνταν στους Τούρκους. Αλλά η αρχική αξίωση του Σουλτάνου να δοθεί η Κουτσούφλιανη στην Τουρκία, επειδή από στρατιωτικής άποψης έμοιαζε με απόρθητο φρούριο και επιπλέον ήθελε να έχει οπτική επαφή προς την Καλαμπάκα για να αποκλείσει τυχόν νέες επιθέσεις αντάρτικων σωμάτων, έγινε και επίσημα δεκτή με την υπογραφή του τελικού κειμένου ειρήνης που υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Νοεμβρίου 1897 και ώρα 5.10 μ.μ.
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΦΛΙΑΝΗΣ
Οι Κουτσουφλιανιώτες, όταν έμαθαν και επίσημα το δυσάρεστο νέο, ότι η Κουτσούφλιανη παραχωρήθηκε στους Τούρκους, μαζεύτηκαν όλοι στην Εκκλησία του χωριού και έψαλαν δεήσεις στον Ύψιστο, «όπως επιτύχουν οι ενέργειες τους για απόσειση του απειλούμενου νέου ζυγού». Μετά βγήκαν και έκαναν λιτανεία και μέσα σε σιγή πήρε το λόγο ο σεβαστός προύχοντας του χωριού, ο οποίος δακρυσμένος συνέστησε με θερμά λόγια στους Κουτσουφλιανιώτες την «μέχρις εσχάτων» ένωση με την Μητέρα Ελλάδα. Και συνέχισε λέγοντας, ότι εάν αποτύχουν οι ενέργειες της επιτροπής και της Ελληνικής κυβέρνησης, τότε να ρίξουν τον «υπέρ των όλων κύβον» πυρπολώντας το χωριό και να μετοικήσουν στο ελληνικό έδαφος! Τα λόγια αυτά του προκρίτου, τα γεμάτα πατριωτισμό, τα δέχθηκαν οι Κουτσουφλιανιώτες με ζητωκραυγές. Συνεχίζοντας την προσφώνησή του, ένας άλλος πρόκριτος του χωριού ενθάρρυνε τους Κουτσουφλιανιώτες να προβούν στην «εθελοθυσία χάριν του ιδεώδους της Ελευθερίας και της Πατρίδος». Οι Κουτσουφλιανιώτες άκουγαν με συγκίνηση και ξέσπασαν σε ενθουσιώδεις ζητωκραυγές όταν ο δεύτερος πρόκριτος τελειώνοντας τον λόγο του, είπε να κάψουν την Κουτσούφλιανη και να πάνε να κατοικήσουν στο ελληνικό χωριό Λιμπόχοβο. Την ίδια μέρα οι Κουτσουφλιανιώτες συνέταξαν αίτηση – αναφορά, την οποία υπέβαλλαν στους Ευρωπαίους αντιπροσώπους, οι οποίοι μετείχαν στην επιτροπή για τον διακανονισμό των συνόρων και εργάζονταν ήδη από τις 12 Οκτωβρίου 1897. Στην αίτησή τους αυτή οι Κουτσουφλιανιώτες ζητούσαν με θέρμη όπως η Κουτσούφλιανη παραμείνει στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι στις 17 Νοεμβρίου 1897 διακόπηκαν οι εργασίες της επιτροπής για την διαρρύθμιση των συνόρων και ενώ υπολειπόταν το κομμάτι της μεθορίου που αφορούσε την περιοχή της Κουτσούφλιανης και του Μαλακασίου (κοντινό χωριό). Σαν επίσημη δικαιολογία εμφανίστηκε το γεγονός ότι εκείνες τις ημέρες υπήρξε έντονο ψύχος και χιονοπτώσεις στη περιοχή.
Μάλλον, όμως, ο αληθινός λόγος ήταν πως οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων στην επιτροπή οροθεσίας έκαναν έναν ελιγμό μετά την αίτηση των Κουτσουφλιανωτών, για να δώσουν το χρόνο και την ευκαιρία στην Κουτσούφλιανη να κερδίσει την υπόθεση, ή να δεχθούν σιγά-σιγά όλοι οι Κουτσουφλιανώτες την μοίρα τους αδιαμαρτύρητα. Ένας άλλος λόγος ίσως να ήταν η ίδια η απειλή των κατοίκων της Κουτσούφλιανης να πυρπολήσουν το χωριό και να εκπατρισθούν. Ασφαλώς είναι εύκολο να σκεφθεί κανείς ότι αν κάτι τέτοιο πραγματοποιείτο μέσα σε συνθήκες ψύχους στην καρδιά του χειμώνα, θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο την ζωή των γυναικόπαιδων και των ασθενών γερόντων. Αυτό θα σήμαινε κηλίδωση της ευρωπαϊκής διπλωματίας, η οποία ανάλγητα μέχρι τότε αντιμετώπισε την υπόθεση της Κουτσούφλιανης. Έτσι, με φρόνηση, η επιτροπή απεφάσισε να αναλάβει τις εργασίες για την οριοθέτηση των συνόρων στην περιοχή της Κουτσούφλιανης για την άνοιξη του 1898. Για άλλους λοιπόν πέντε μήνες η άτυχη Κουτσούφλιανη ήταν παραδομένη στην ύψιστη απελπισία, την οποία αισθάνεται ο κατάδικος μελλοθάνατος, ο οποίος θα παραδοθεί σύντομα στον δήμιό του. Μαύρα Χριστούγεννα έκανε τότε η Κουτσούφλιανη, όπως έμελλε να κάνει και μια Πασχαλιά μέσα στην οδύνη και την αγανάκτηση καθώς μια διαρκής ερήμωση και συμφορά επικρατούσε στο χωριό. Η Λαμπρή, που ήταν τότε στις 5 Απριλίου 1898, πέρασε με προσευχές για την πραγμάτωση της κρυφής ελπίδας που είχαν οι Κουτσουφλιανιώτες για να παραμείνουν ελεύθεροι. Και δεν την έχασαν αυτή την ελπίδα μέχρι την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ, ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΚΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ
Όταν η επιτροπή άρχισε τις εργασίες της στην Κουτσούφλιανη είχε στα χέρια της τις γραπτές αιτήσεις – αναφορές των Κουτσουφλιανωτών, με τις οποίες δήλωναν κατηγορηματικά ότι ήθελαν να παραμείνουν στην Ελληνική επικράτεια. Όλοι οι χωριανοί περικύκλωσαν την επιτροπή, γέροντες, παιδιά, γυναίκες και άνδρες κλαίγοντας, ικέτευαν τους Ευρωπαίους αντιπροσώπους, που συσκέπτονταν να αλλάξουν την απόφαση. Μπροστά σε αυτό το σκηνικό, οι Έλληνες αντιπρόσωποι με τη βοήθεια του Ιταλού, του Γάλλου και του Ρώσου αντιπροσώπου, οδήγησαν την επιτροπή σε μια μακρά συζήτηση αρκετά κοπιαστική για να καταφέρουν να σώσουν την Κουτσούφλιανη από τη νέα σκλαβιά. Μάταια όμως! Ο Γερμανός και ο Αυστριακός αντιπρόσωπος έμειναν ασυγκίνητοι, αδυσώπητοι και αμετάπειστοι. Μετά την μαραθώνια συζήτηση ο Έλληνας Αξιωματικός αποκαμωμένος και συντετριμμένος από την οδύνη ανήγγειλε την σκληρή καταδικαστική απόφαση στους Κουτσουφλιανιώτες, αφού οι Τούρκοι αντιπρόσωποι ανέτειναν το δεδικασμένο για την Κουτσούφλιανη, απειλώντας ότι θα διακόψουν τις εργασίες και θα αποχωρήσουν. Ο πρώτος Κουτσουφλιανιώτης που άκουσε την απόφαση γύρισε και φώναξε προς τους υπόλοιπους χωριανούς: «Άντε μωρέ. Στην Τουρκία μας δίνουν οι Φράγκοι».
Το τι επακολούθησε είναι δύσκολο να περιγραφεί. 700 Κουτσουφλιανίτες (147 οικογένειες) έτρεχαν αλλόφρονες προς το χωριό. Ό,τι είχαν να πάρουν οι γυναίκες το είχαν ήδη έτοιμο, το πήραν, πήραν και τα παιδιά και τράβηξαν γρήγορα από την Ορμάν-βρύση κάτω στην κακοπλαγιά. Οι άνδρες έσκαψαν το νεκροταφείο του χωριού και ανέσυραν από τους τάφους τους πρόσφατα ταφέντες, συγκέντρωσαν ξύλα και φρύγανα και κατέκαυσαν τις σωρούς για να μην τις βεβηλώσουν οι Τούρκοι τύραννοι. Πήραν τα οστά των προγόνων, τις εικόνες και τα Ιερά Κειμήλια, παρέλαβαν όλη την ξυλεία, τα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών και πήραν τον δρόμο της Φυγής, της Ελευθερίας και της Αξιοπρέπειας. Ο Γάλλος αντιπρόσωπος συγκινημένος δάκρυσε, ακόμα και ο Τούρκος αντιπρόσωπος (Σουφάτ Πασάς) φάνηκε να δακρύζει με το ύψος της θυσίας των ηρωικών κατοίκων της Κουτσουφλιάνης. Οι Κουτσουφλιανιώτες έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους και στις καλύβες τους. Μαύροι καπνοί έβγαιναν από την έρημη Κουτσούφλιανη καθώς η πομπή των κατοίκων έφυγε από το χωριό. Αφού πέρασαν πάνω από τον συνοριακό ελληνικό σταθμό, έφθασαν στο χωριό Λιμπόχοβο, κοντά στην μονή Λιμποχόβου Γεννήσεως της Θεοτόκου, δύο μόλις χιλιόμετρα από τα Ελληνοτουρκικά σύνορα. Μπροστάρης της πορείας ήταν ο Παπάς του χωριού. Όλα αυτά έγιναν στις 13 Μαΐου 1898, ημέρα Τετάρτη, παραμονή της Αναλήψεως. Ο μόνος που έμεινε πίσω από την παντέρμη Κουτσούφλιανη ήταν κάποιος Κήρυκος Γιώργος (Κύργος). Στην απογραφή του 1896, στην Κουτσούφλιανη κατοικούσαν 318 άνδρες και 327 γυναίκες, σύνολο 645 κάτοικοι. Στις 13 Μαίου 1898 ήταν πάνω από 700 ψυχές. Ύμνοι γράφτηκαν για την Κουτσούφλιανη και τους ήρωες κατοίκους της σε όλη την Ελλάδα, σε όλες τις εφημερίδες και τα έντυπα της εποχής.
Την επόμενη μέρα, στις 14 Μαΐου 1898, τα μέλη της επιτροπής που μετέβαιναν από το χωριό Μαλακάσι στο χωριό Τζερενάδες (Κορυδαλός) για την συνέχιση της οριοθέτησης των συνόρων, συναντήθηκαν με τους Κουτσουφλιανιώτες έξω από το μοναστήρι του Λιμποχόβου. Εκεί έγινε συζήτηση, κατά την οποία ο Τούρκος αντιπρόσωπος Σουφάτ Πασάς ρώτησε τους ξεριζωμένους χωρικούς: «Τι το κακό και φύγατε εσείς Κουτσουφλιανιώτες;» Τότε ο Παπάς του χωριού βγήκε μπροστά στον Πασά και του είπε με υπερηφάνεια και αγέρωχο ύφος: «Εμείς είμαστε Έλληνες, Τούρκο δεν προσκυνάμε, στη θάλασσα πηγαίνουμε και πίσω δεν γυρνάμε». Την στιγμή εκείνη ο Ρώσος επίτροπος χτυπούσε τα γόνατά του γιατί δεν μπόρεσε να αποτρέψει αυτό το δράμα της Κουτσούφλιανης. Αυτή η σκηνή της συνάντησης καταγράφηκε αργότερα σε τραγούδι σε αργό, μακρόσυρτο, βλάχικο σκοπό. Με πύρινα άρθρα ο Τύπος της Αθήνας-Πειραιά έγραψε για την Κουτσούφλιανη, βοηθώντας τα μέγιστα στο έργο των επιτροπών που σχηματίσθηκαν σε όλη την Ελλάδα με σκοπό να στηρίξουν τους Κουτσουφλιανιώτες στη δημιουργία του νέου χωριού που ονομάστηκε Νέα Κουτσούφλιανη. Αρκετοί Κουτσουφλιανιώτες κατέβηκαν στην Καλαμπάκα για να βρουν βοήθεια. Εκεί, ένας από αυτούς, δήλωσε σε δημοσιογράφο της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ»: «Εμείς δεν θα φύγουμε μακριά πολύ από το παλιό χωριό μας. Θέλουμε να το βλέπουμε. Απέναντι θα κάνουμε νέο χωριό. Κτήματα δημόσια και μοναστηριακά είναι εκεί. Χίλιες δραχμές άμα πάρει καθένας μας, θα φτιάξει το σπιτάκι του κι έχει ο Θεός, που ξέρεις, να ξαναπάμε γρήγορα στην Παλιά Κουτσούφλιανη ελευθερωμένη». Οι Κουτσουφλιανιώτες, παρά την δυστυχία τους και τα τρομερά προβλήματα που αντιμετώπιζαν για την επιβίωσή τους, δεν άργησαν να κάνουν και μια δεύτερη παλληκαρίσια πράξη.
Έτσι, ομάδα ανδρών Κουτσουφλιανιωτών με όπλα πήγαν στην εγκαταλελειμμένη Κουτσούφλιανη στις 10 με 11 Ιουνίου 1898 και έκαψαν ότι δεν είχαν προλάβει να κάψουν ένα μήνα πριν. Εκεί βρήκαν και τον μόνο Κουτσουφλιανιώτη που είχε μείνει στην Παλιά Κουτσούφλιανη, τον Κηρύκο Γιώργο ή Κύργο και κατά μια εκδοχή του έριξαν βιτριόλι στο πρόσωπο και σε όλο του το κορμί προκαλώντας του σοβαρά εγκαύματα, ουρλιάζοντας από τους πόνους. Μια δεύτερη εκδοχή λέει ότι ο Κύργος μόλις έγινε αντιληπτός από τους Κουτσουφλιανιώτες, έτρεξε να κρυφτεί στο σπίτι και στην προσπάθειά του ο Κύργος να την σβήσει, ρίχνοντας νερό από το παράθυρο, έπαθε σοβαρά εγκαύματα στο πρόσωπο από τις φλόγες και το εξατμιζόμενο νερό. Κατά την διάρκεια του επεισοδίου οι Κουτσουφλιανιώτες έγιναν αντιληπτοί από το τουρκικό απόσπασμα που ήταν στο χωριό και τότε άρχισε μεγάλη συμπλοκή μεταξύ τους, κατά την οποία σκοτώθηκε ένας τούρκος στρατιώτης που φρουρούσε τον παρακείμενο τουρκικό σταθμό. Μετά από πολλές περιπέτειες οι Κουτσουφλιανιώτες σταθεροποιήθηκαν στο Λιμπόχοβο, το οποίο, όπως ειπώθηκε, μετονομάστηκε σε νέα Κουτσούφλιανη και από το 1957 έχει την ονομασία Παναγία. Η δε Παλιά Κουτσούφλιανη μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, απέκτησε και πάλι ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της. Από το 1957 ονομάστηκε Πλατάνιστος (αρχικά Πλάτανος), από τον πανύψηλο πλάτανο της πλατείας του χωριού, που χρονολογείται από την εποχή του Κοσμά του Αιτωλού (1775), ενώ από το 1998, όπου και συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από το πραγματικό Ελληνικό Ολοκαύτωμα του χωριού απέκτησε και πάλι την αρχική της ονομασία Κουτσούφλιανη.
ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
Η πράξη αυτή των κατοίκων της Κουτσούφλιανης, η πυρπόληση δηλαδή του χωριού τους και ο ερχομός σε ελεύθερο ελληνικό έδαφος, έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι ήρωες κάτοικοι ενός χωριού, που η ήττα της Ελλάδος το 1897 τους οδήγησε στον τουρκικό ζυγό, Έλληνες Βλαχόφωνοι στην καταγωγή, απεδείχθησαν άξιοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων και των Αγωνιστών του 1821, δημιουργώντας το δικό τους Σούλι, την δική τους έξοδο του Μεσολογγίου, δίνοντας ταυτόχρονα αποστομωτική απάντηση, όχι μόνο στις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και την αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας αλλά και στην Ρουμανική προπαγάνδα που ήθελε τους Βλάχους ως δικούς της. Σε μια εποχή ντροπιαστική για την Πατρίδα μας, μετά την ήττα του 1897- πόσο άραγε η μικρή Κουτσούφλιανη του 1897 μας θυμίζει τις βραχονησίδες των Ιμίων το 1896- οι κάτοικοι της ηρωικής Κουτσούφλιανης έδωσαν πρώτοι με την πράξη τους, το έναυσμα, το εναρκτήριο λάκτισμα, για την πρέπουσα Ελληνική Πολεμική απάντηση στους μογγόλους βαρβάρους. Ήσαν Εκείνοι που άνοιξαν έμμεσα τον δρόμο για να δοξαστεί, για μία ακόμη φορά ο Ελληνικός Στρατός στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους που επακολούθησαν.
Οι απόγονοι των ηρώων της Κουτσούφλιανης, κάθε χρόνο στις 13 Μαΐου, τιμούν την μνήμη των ηρώων αυτών με εκδηλώσεις όπου δυστυχώς μολύνονται από την αναιδή και αναίσχυντη παρουσία διαφόρων πολιτικάντηδων και απόλεμων χαρτογιακάδων του σύγχρονου ανθελληνικού κράτους. Τυπικές παρουσίες, με πομπώδη, φανφαρώδη λόγια δίχως πραγματική ουσία και αληθινό εθνικό παλμό. Είναι ντροπή να παρίστανται και πολύ περισσότερο να ομιλούν για στιγμές Εθνικού Μεγαλείου, ανθρωπάρια και κηφήνες που εκπροσωπούν την σαπισμένη, διεφθαρμένη και προδοτική «ελληνική» πολιτεία των Ιμίων, του σχεδίου Ανάν, της πλήρους παράδοσης του ονόματος της Μακεδονίας στους σκοπιανούς, της εγκατάλειψης της Θράκης, του Αιγαίου και της Βορείου Ηπείρου, των προστατών των λαθρομεταναστών, των πατρώνων κάθε ανθελληνικής οργάνωσης και διωκτών κάθε πραγματικού Εθνικιστή, των προδοτών που άμεσα ή έμμεσα στήριξαν το μνημόνιο και κάθε ορατή και αόρατη προέκταση του στη ζωή της Πατρίδας και του Λαού.
Οι ηρωικοί Έλληνες Βλαχόφωνοι της ορεινής Κουτσούφλιανης δεν έπραξαν όλα αυτά για να ασεβούν στην μνήμη τους σήμερα όλοι εκείνοι οι ελληνόφωνοι εξωμότες συνεργάτες του εχθρού, που ξεπουλούν με τις ανίερες πράξεις τους κάθε ιερό και όσιο. Οι ορεσίβιοι και σκληροτράχηλοι αυτοί Έλληνες έπραξαν κατά αυτόν τον τρόπο γιατί μίλησε μέσα στη συνείδηση τους, στη ψυχή τους, η μυστική φωνή του Αίματος, αυτή που αιώνες τώρα οδηγεί τους Έλληνες στην Δόξα και την Τιμή. Στην σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης και του ανθελληνισμού, όπου τα εθνικά μας δίκαια ξεπουλιούνται ασύστολα και κάποιοι ασύδοτοι καπιταλιστές κερδοσκοπούν διαμέσου του μνημονίου σε βάρος του Ελληνικού Λαού και της δημόσιας περιουσίας, σήμερα όπου προσπαθούν να μας εντρυφήσουν στην αδράνεια και την απαξίωση της δράσης διαμέσου της μεσοπολεμικής ρήσης του Έρνστ Τόλερ: «Δεν υπάρχει βλακωδέστερο ιδανικό από το να είσαι Ήρωας», σίγουρα η πράξη της Κουτσούφλιανης μοιάζει κενή, άνευ λόγου και αξίας, ακόμη και «βλακώδης» για όσους πρόθυμα έχουν μάθει να σκύβουν το κεφάλι για να διαφυλάξουν την μιζέρια της θλιβερής τους ύπαρξης. Όλα αυτά όμως δεν έχουν καμία απολύτως σημασία για το Έθνος και την Ιστορική Αλήθεια.
Γιατί η Ιστορία γράφεται και διαιωνίζεται όχι από τις διεφθαρμένες και πλαδαρές πλειοψηφίες, αλλά από τις εκλεκτές και σφυρηλατημένες μειοψηφίες, γράφεται πάντοτε από τους Λίγους, τους Αποφασισμένους να αφήσουν το προσωπικό τους σημάδι στη χάραξη της ιστορικής πορείας, εκείνους που δεν είναι ουραγοί της εποχής τους αλλά προάγγελοι ενός καλύτερου αύριο. Εκεί ψηλά, όπου τώρα βρίσκονται οι 700 αυτές ηρωικές ψυχές των Κουτσουφλιανιωτών, εκεί στα Ιλίσια Πεδία του Ελληνισμού, όπου αναπαύονται οι ψυχές των Ελλήνων αυτών, εκεί λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι θα αντικρύσουν με ψηλά το κεφάλι τον Αχιλλέα, τον Λεωνίδα, τον Αλέξανδρο τον Μέγα, τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά τον τουρκοφάγο, τον Καραϊσκάκη, τον Παύλο Μελά, τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Γεώργιο Γρίβα, θα αντικρύσουν όλους τους νεκρούς πολεμιστές του Ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων και με υπερηφάνεια θα τους πουν: «Εμείς, οι ορεσίβιοι Βλάχοι της Κουτσούφλιανης, στεκόμαστε ισάξια απέναντι σας, γιατί αν κάτι ξέρουν οι Έλληνες να στήνουν στο πέρασμα των αιώνων αυτό είναι Θερμοπύλες!»
Γιώργος Μάστορας