Το αμερικανικό Κογκρέσο προ ολίγων εικοσιτετραώρων αποφάσισε
με μεγάλη πλειοψηφία (98-2) την συνέχιση των οικονομικών κυρώσεων κατά
της Ρωσίας, κυρώσεις που είχαν επιβληθεί ως αντίποινα για την προσάρτηση
της Κριμαίας στην Ρωσική Ομοσπονδία. Μετά από αυτή την απόφαση
η Μόσχα διέταξε εκατοντάδες Αμερικανούς διπλωμάτες να εγκαταλείψουν την
χώρα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό κατεστημένο της
Ουάσιγκτον συνεχίζει να επιδιώκει την αντιπαράθεση με την Ρωσία,
ομνύοντας στα γνωστά σχέδια του σιωνιστικού παρακράτους των ΗΠΑ.
Η σχετική ανακοίνωση του Ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών είναι σαφής και επεξηγηματική της όλης κατάστασης: «Ο
νέος νόμος του Κογκρέσου για τις κυρώσεις δείχνει με προφανή τρόπο ότι
οι σχέσεις με την Ρωσία έχουν καταστεί όμηροι της εγχώριας πολιτικής
μάχης στις ΗΠΑ. Τα τελευταία γεγονότα δείχνουν ότι σε γνωστούς κύκλους
των ΗΠΑ η ρωσοφοβία και η πορεία προς μια ανοιχτή αντιπαράθεση με την
χώρα μας συνεχίζει να καλλιεργείται. Σε αυτό το πλαίσιο αποφασίσαμε την
μείωση κατά 60% του αμερικανικού διπλωματικού προσωπικού στην Ρωσία
μέχρι της 1ης Σεπτεμβρίου, ούτως ώστε να υπάρχει ακριβής ισοτιμία με το
αντίστοιχο ρωσικό προσωπικό στις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι ο συνολικός
αριθμός προσωπικού που απασχολείται στις αμερικανικές διπλωματικές και
προξενικές υπηρεσίες θα πρέπει να μειωθεί από 1.200 άτομα στα 455».
Ο εκπρόσωπος Tύπου του Πούτιν έκανε την εξής δήλωση: «Συμπεριφερόμαστε
με πολύ περιορισμένο τρόπο και υπομονή αλλά κάποια στιγμή χρειάζεται να
απαντήσουμε. Είναι αδύνατο να ανεχθούμε αυτό το είδος μισαλλοδοξίας κατά
της χώρας μας».
Μετά από αυτά ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι ο Τραμπ θα υπογράψει το
νομοσχέδιο για τις κυρώσεις, κατά του οποίου αρχικά είχε ασκήσει πιέσεις
στους γερουσιαστές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Το νομοσχέδιο
στοχεύει την Ρωσία, ενώ αυξάνει και την δύναμη του Κογκρέσου να ασκήσει
βέτο σε οποιαδήποτε κίνηση του Λευκού Οίκου να μειώσει ή να άρει τις
κυρώσεις. Το πολιτικό κατεστημένο της Ουάσιγκτον κλιμακώνει την
αντιπαράθεση με την Μόσχα, επιβάλλοντας οικονομικές κυρώσεις αυτή την
φορά σε εταιρίες που επενδύουν σε υποδομές αγωγών που μεταφέρουν ρωσικό
πετρέλαιο ή αέριο προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Με αυτές τις κυρώσεις
απειλείται κυρίως η δυτική Ευρώπη με αποκοπή κρίσιμων ενεργειακών
προμηθειών, απειλείται όμως και η οικονομία της Ρωσίας καθώς αυτή
εξαρτάται σε αρκετά μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές ενέργειας. Είναι
βέβαιο ότι τα ρωσικά αντίμετρα στην απόφαση του Κογκρέσου δεν θα
περιοριστούν μόνο στην απέλαση αμερικανών διπλωματών, αυτό είναι το
πρώτο βήμα στην στρατηγική της Μόσχας και σύμφωνα με σχολιαστές τα
επόμενα βήματα θα είναι απρόβλεπτα.
Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων έχει ως υπόβαθρο
το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο στις ΗΠΑ και την μέχρι στιγμής ανικανότητα
του Τραμπ να επιβληθεί στο σιωνιστικό κατεστημένο της Ουάσιγκτον. Η
κινητήρια δύναμη αυτού του κατεστημένου παραμένει η κυριαρχία στην
Ευρασία και στην ουσία μαρτυρεί το βάθος της οικονομικής κρίσης του
μονοπολικού στρατοπέδου, μια κρίση η οποία μπορεί να αντιμετωπισθεί με
όλο και περισσότερους πολέμους και αντιπαραθέσεις. Πάντως το νομοσχέδιο
για τις κυρώσεις που ψηφίστηκε στο Κογκρέσο διακατέχεται από μια
παραδοξότητα, καθώς ωφελεί κατά έναν τρόπο και την Ρωσία. Οι
κυρώσεις δεν βλάπτουν μόνο την Ρωσία αλλά και την ευρωπαϊκή οικονομία
και επιδεινώνουν τις αντιφάσεις μεταξύ των δυτικών δυνάμεων, ενώ δεν
στρέφονται μόνο εναντίον του Πούτιν αλλά και εναντίον του Τραμπ
καθώς για την κυβέρνηση του τελευταίου γίνεται ορατή η ασημαντότητα και
ανικανότητα της, η πρόσφατη αντικατάσταση του Προσωπάρχη του Λευκού
Οίκου έχει άμεση σχέση με αυτή την ανικανότητα.
Η κυρίαρχη σιωνιστική ελίτ της Ουάσιγκτον εξακολουθεί να κινεί τα
νήματα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, αν και το τελευταίο διάστημα
δέχθηκε σοβαρά χτυπήματα και αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τα σχέδια της
που αφορούσαν την Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία. Εξακολουθεί όμως να θέλει την κλιμάκωση των εντάσεων με την Ρωσία και την Κίνα δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για μια σύγκρουση.
Γ. Λιναρδής