Στο υπόμνημα αυτό, αφού δήλωνε τα «αντιφασιστικά» του φρονήματα, διαμαρτύρονταν για την προσπάθεια «να αρθεί η νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής με αντισυνταγματικές πράξεις» και, επιπλέον, τάσσονταν κατά «της απαγόρευσης κομμάτων που έχουν εκλεγεί με την ψήφο των πολιτών».
Στη σημερινή του κατάθεση, ο Καρδαράς δεν θέλησε να εξηγήσει σε ποιες αντισυνταγματικές πράξεις αναφέρονταν, αλλά είναι σαφές το τι εννοούσε τον Οκτώβριο του 2013, λίγες ημέρες μετά τις παράνομες διώξεις κατά των Βουλευτών της Χρυσής Αυγής.
Η ως άνω καταγγελία είναι έγγραφο που σαφώς αποδυναμώνει το κατηγορητήριο, καθώς ένας εκ των μαρτύρων κατηγορίας φαίνεται να αμφισβητεί σαφώς το πλαίσιο που ακολουθήθηκε για τη δίωξη.
Περαιτέρω, η καταγγελία του Καρδαρά περί «επίθεσης μελών της Χρυσής Αυγής στο εκλογικό περίπτερο του Σύριζα» το βράδυ των εκλογών της 17ης Ιουνίου 2012 στον Πειραιά, αποδείχθηκε αβάσιμη καθώς από την κατάθεση του μάρτυρα αναδείχθηκε ότι ουσιαστικά επρόκειτο για ουσιαστικά για απλή εκατέρωθεν φραστική αντιπαράθεση, χωρίς τραυματισμούς.
Ο Καρδαράς κατέθεσε ότι το επεισόδιο ξεκίνησε όταν κάποια γυναίκα οπαδός του Σύριζα έβρισε και έκανε χειρονομίες σε υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής που περνούσαν έξω από το περίπτερο με μηχανάκια. Επίσης, είπε ότι και άλλοι οπαδοί του Σύριζα τους φώναξαν «αλήτες» και «φασίστες». Στη συνέχεια, «κάποια από τα άτομα, όχι όλοι, κατέβηκαν από τα μηχανάκια. Αναποδογύρισαν τα τραπέζια και τις καρέκλες που είχαμε μπροστά από το περίπτερο. Όταν τους έκανα παρατήρηση, ένας από αυτούς με έσπρωξε και έπεσα κάτω…δεν είχα κάποιον τραυματισμό…Τελικά ήρθε μια διμοιρία των Ματ που μπήκε ανάμεσα στις δύο ομάδες και το περιστατικό έληξε».
Τόσο στην κατάθεσή του στην Κλάπα όσο και σήμερα στο Δικαστήριο, ο Καρδαράς υποστήριξε ότι τα άτομα φορούσαν «στολές της Χρυσής Αυγής», είχαν «εξαρτύσεις και γκλοπς», ενώ «υπήρχε επικεφαλής της ομάδας που έδωσε παράγγελμα έναρξης και λήξης της επίθεσης».
Όμως αυτοί οι ισχυρισμοί του αντικρούστηκαν πλήρως από τους συνηγόρους υπεράσπισης οι οποίοι του επεσήμαναν ότι υπάρχει ακλόνητο έγγραφο, ήτοι η μήνυση που ο ίδιος κατέθεσε τον Σεπτέμβριο του 2012 στον Εισαγγελέα Πειραιά, όπου δεν ανέφερε τίποτα για στολές ή μπλούζες της Χρυσής Αυγής, αλλά απλώς άτομα με «μαύρα ρούχα ως επί το πλείστον», δεν έκανε καθόλου λόγο για ύπαρξη «επικεφαλής», ούτε για «γκλοπ» και «εξαρτύσεις». Αυτά τα «θυμήθηκε» για πρώτη φορά στην Κλάπα.
Ο μάρτυρας βέβαια, για όλες αυτές τις εξόφθαλμες ανακρίβειες και αντιφάσεις στην κατάθεσή του, δεν είχε τίποτε να πει, καμία εξήγηση να δώσει.
Χαρακτηριστική είναι η στιχομυθία για το θέμα των υποτιθέμενων παραγγελμάτων έναρξης και λήξης της επίθεσης:
«Δ: Κύριε μάρτυς στην μήνυση που καταθέσατε στις 17 Σεπτεμβρίου όχι μόνο δεν αναφέρετε ότι υπήρχαν παραγγέλματα και συντονισμένη επίθεση, αλλά λέτε επί λέξει «Πρέπει να σημειωθεί ότι από την πλευρά της ομάδας των μοτοσυκλετιστών υπήρξαν και 2 ή 3 άτομα που προσπάθησαν να αποτρέψουν την επίθεση της ομάδας δια λέξεων «όχι εντολή», «όχι εμπλοκή», πλην όμως ματαίως». Τι ισχύει από τα δύο; Υπήρχαν παραγγέλματα ή αντιθέτως προσπάθεια κατευνασμού;
Μ: Εγώ τότε δεν ήξερα ότι υπήρχαν εντολές.»
Αυτές οι σοβαρές αντιφάσεις στην κατάθεση του μάρτυρα, οδήγησαν τον συνήγορο υπεράσπισης Βασίλη Οπλαντζάκη να του υποβάλει την εξής ερώτηση...
Διαβάστε την συνέχεια στο diki-xa.blogspot.gr