Αργά το απόγευμα της 28ης Μαρτίου η πρωθυπουργός της Μεγάλης
Βρετανίας Τερέζα Μέι υπέγραφε την ιστορική επιστολή σχετικά με την αρχή
της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή την εκκίνηση της
ενεργοποίησης του άρθρου 50 της Συμφωνίας της Λισσαβόνας του 2009.
Περιληπτικά το άρθρο 50 αποτελείται από πέντε βασικά σημεία τα οποία
περιγράφουν εν συντομία τα σημεία εκείνα που θα πρέπει να ενεργοποιήσει
ένα κράτος μέλος, σε αυτή την περίπτωση η Μεγάλη Βρετανία, για την
επίτευξη της αποχώρησης του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.Επιγραμματικά αναφέρει ότι η αποχώρηση ενός κράτους -μέλους θα πρέπει να γίνει σε συμφωνία με τις επιταγές του Συντάγματος του, η επιθυμία της αποχώρησης θα πρέπει επισήμως να γνωστοποιηθεί στα αρμόδια όργανα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που είναι το κύριο διακυβερνητικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπροσθέτως στα περιεχόμενα του άρθρου 50 αναφέρεται ότι η χρονική διάρκεια για την αποχώρηση ορίζεται στα δυο χρόνια ή νωρίτερα, εκτός αν υπάρξει κάποια ιδιαίτερη αμοιβαία συμφωνία για την επέκταση αυτής της προθεσμίας.
Τα επόμενα βήματα περιλαμβάνουν μια περίοδο διαπραγματεύσεων μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή της Γερμανίας. Δηλαδή η Γερμανία μέσω του ελέγχου που ασκεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα απαιτήσει να πληρώσει η Μεγάλη Βρετανία ένα μεγάλο οικονομικό τίμημα για την έξοδο της, όπως είχε δηλώσει και ο πρόεδρος της ECB Μάριο Ντράγκι στις 20 Ιανουαρίου 2017.
Αντιστοίχως, το Ηνωμένο Βασίλειο θα απαιτήσει την επιστροφή κεφαλαίων σημαντικής αξίας που έχει επενδύσει στο απύθμενο οικονομικό πηγάδι των γραφειοκρατών των Βρυξελλών. Ο ψυχολογικός πόλεμος των Βρυξελών που προανήγγειλε τα πάνδεινα για το Ηνωμένο Βασίλειο σε περίπτωση εξόδου του από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έπιασε τόπο ούτε στον Λαό μα ούτε και στην κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας.
Σε κάθε περίπτωση κερδισμένο από αυτή την υπόθεση θα βγει το Ηνωμένο Βασίλειο, μιας και διατηρεί σωστό δημοσιονομικό έλεγχο με ευεργετική αρωγή από το εθνικό του νόμισμα, την στερλίνα. Επιπροσθέτως θα πάψουν να υπάρχουν πια οι περιορισμοί της κοινής αγοράς και η κυβέρνηση της Τερέζας Μέι θα είναι ελεύθερη να συνάψει οποιαδήποτε εμπορική συμφωνία είναι ευεργετική για την οικονομία της Γηραιάς Αλβιόνας.