Άρθρο της διευθύντριας της εφημερίδας "Εμπρός", Ειρήνης Δημοπούλου - Παππά στην στήλη "Εγέρθητι"
"Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας;" αντιγύρισε καταπρόσωπο ο Γεώργιος Τερτσέτης
στον Εδουάρδο Μάσον, τον «εμπαθή εκείνο πολέμιο της ρωσικής μερίδος και
του Κολοκοτρώνη», εισαγγελέα στην δίκη του Γέρου του Μωρηά. Και
συνέχισε παραθέτοντας ως υπεράσπισή του τον νόμο, αλλά και κάτι ακόμη «Ο
Εθνισμός μας!… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα
αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα.
Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».
Να είχαμε σήμερα Τερτσέτηδες δικαστές, να πετάξουν στα πρόσωπα των δολοφόνων του λαού μας, τον Εθνισμό μας! Mα ούτε στρατιωτικός, να πολεμά 49 χρόνια τον τούρκο, όπως ο Κολοκοτρώνης, ούτε δικαστής να αμφισβητεί με το θάρρος της επιστημοσύνης και της Ελληνικότητάς του, τα γαλόνια του υπουργού. Αλαζόνες και μοιραίοι οι υπάλληλοι των τοκογλύφων οδηγούν το κοπάδι των προσκυνημένων στον χαμό του.
Μόνο μια δράκα βουλευτών και μισό εκατομμύριο ψηφοφόρων τολμούν, αντιστέκονται, επιμένουν, υβριζόμενοι, διωκόμενοι, φυλακιζόμενοι και φιμωμένοι από την νοητική Χούντα της Μεταπολίτευσης, την μονοκρατορία του κόμματος των πολιτικών κομμάτων και την μαφία των καναλαρχών. Μια δράκα πιστοί στο δικαίωμα της Ελλάδας να ζήσει, απέναντι στους εθελόδουλους, τους παραδομένους και τους μοιρολάτρες. Αυτοί οι αριθμητικά λίγοι είναι οι Έλληνες που αμφισβητούν την δικαιοδοσία του ξένου στην γη τους. Και μην μηρυκάσει κάποιος τις υποκρισίες των πολιτικάντηδων πως κανείς, δήθεν, δεν είναι περισσότερο πατριώτης από τον άλλο.
Γιατί αυτός που ενώ εμφανιζόταν Πατριώτης και πρόμαχος του Έθνους, αλλά βάζει την υπογραφή του και πουλάει Πατρίδα, είναι προδότης. Και για να τελειώνουμε και με την «καλή» Αριστερά, οι Συριζαίοι καπιταλομαρξιστές είναι αριστεροί. Δεν είναι «δήθεν αριστεροί». Και αυτός που ήταν πάντοτε προδότης, προδότης παραμένει. Όταν ακούω να χάνουν τον χρόνο τους συνέλληνες, για να καταριούνται τον Σόρος, τον Κίσινγκερ, τον έναν και τον άλλο ληστή τοκογλύφο, που μέρα νύχτα καταπιάνεται για το πώς θα εξοντώσει τους Έλληνες, αναρωτιέμαι γιατί δεν κάνει κάτι ωφέλιμο. Να καλλιεργήσει μια τοματιά, ας πούμε, σε μια γλάστρα, να δώσει ένα σκούπισμα στο πεζοδρόμιο, να προσφέρει μια προσευχή στον Θεό. Να πάει να ακούσει και ομιλίες, και να δει πώς μπορεί να βοηθήσει και πολιτικά. Να αλλάξει κάτι, αυτό είχαν στον νου τους οι αρματωμένοι με τις τσουγκράνες του Διονυσίου Φιλοσόφου, γι’ αυτό αγωνίστηκαν οι Έλληνες πέρα από κάθε λογική, στα 400 χρόνια της βάρβαρης σκλαβιάς, μέχρι να αρματώσει η Μπουμπουλίνα κι ο Κολοκοτρώνης τον στρατό και το ναυτικό μας.
Έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ το 1828, ένα ποίημα για την καταστροφή της Χίου από τους τούρκους, στις 30 Μαρτίου 1822. Περιγράφει (σε μετάφραση εδώ Κωστή Παλαμά) ένα Ελληνόπουλο να κάθεται ξυπόλυτο, «το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη». «Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες για να τα ιδώ τα θαλασσά ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι με τα μαλλάκια τα χρυσά; Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω; Διαβάτη, μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι: Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να!».
Να είχαμε σήμερα Ελληνόπουλα να παίζουν στρατιωτάκια αντί για κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικά παιχνίδια! Να δούλευε το μυαλό και να φτερούγιζε το φρόνημά τους, αντί να ασφυκτιούν από το ρεύμα που περισφίγγει τα σπίτια τους! Πόσο καλά γνωρίζετε σεις οι δυνάστες πώς να κυβερνάτε με τον φόβο και την απειλή! Πόσο δίκιο έχετε που συστηματικά αποκόβετε το Έθνος από ό,τι το γέννησε, το ανέθρεψε, από ό,τι μας έκανε Έλληνες!
Ποιοι είστε εσείς που παίζετε με μας, Γερούν, Αγγέλα, Βόλφγκανγκ, σοροί εκβιαστών, βάρβαρα στίφη που ξεπεζέψατε απάνω στα στρωμένα αναισθησία, δειλία και ωχαδελφισμό, σαλόνια των μπουκωμένων νεοελλήνων, και ποιοι είμαστε εμείς; Είμαστε μια χούφτα ευλογημένο με βασιλικό και προσευχή, προζύμι, απάνω σε μια γη «άφθαρτων αερικών και ειδώλων». Κι αν σήμερα απομείναμε ως Έθνος χωρίς ποιήματα, χωρίς προσευχές, σπαράγματα κυνηγημένα από τους καιρούς, χωρίς ένα σπαθί να σπρώξουμε στο χώμα, και μια πένα να πιαστούμε από τον ουρανό, εμείς οι λίγοι θα είμαστε πάντα αρκετοί. Θα το διαβούμε το φαράγγι των θλίψεων.
Πόσα «ευχαριστώ» θα χρειαστεί να πούμε στους άνδρες και τις γυναίκες που στάθηκαν αληθινοί και ακλόνητοι στην φλόγα που έκαιγε στις καρδιές τους, και στο αίμα που έρεε στις φλέβες τους; Πού θα τους πλύνουμε τα κόκαλά τους τα ιερά, με τα δάκρυα της συγγνώμης ενός Έθνους που Εκείνοι του χάρισαν την Ελευθερία του, με επαναστάσεις 400 χρόνων, κι εκείνο κατάφερε σε 40 χρόνια χορτάτης κοιλιάς να την ξεπουλήσει, και να σκλαβωθεί εθελουσίως; Θα διαβούμε. Θα πεθάνουμε και θα γεννηθούμε.
«Σκλάβες τουρκών μη ζήσουμε, παιδιά μου, μαζί μου ελάτε!» είπε η Δέσπω του Μπότση σε νύφες και αγγόνια στον πύργο που αγνάντευε την θάλασσα. Στα κάστρα του Ελληνισμού, στο Σούλι, την Μάνη, την Τριπολιτσά, την Κρήτη και την Ρούμελη, εκεί στήσαμε τα πόδια οι Έλληνες. Εκεί, αγναντεύοντας την θάλασσα, γεννήθηκε και γέννησε, γιγαντώθηκε και γιγάντωσε, πέθανε και αναστήθηκε ο εθνισμός μας.
Κι εκεί θα αναστηθούμε, και θα αναστήσουμε την Πατρίδα μας. Ξέρεις ποιοι είμαστε εμείς; Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!
Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού».
Να είχαμε σήμερα Τερτσέτηδες δικαστές, να πετάξουν στα πρόσωπα των δολοφόνων του λαού μας, τον Εθνισμό μας! Mα ούτε στρατιωτικός, να πολεμά 49 χρόνια τον τούρκο, όπως ο Κολοκοτρώνης, ούτε δικαστής να αμφισβητεί με το θάρρος της επιστημοσύνης και της Ελληνικότητάς του, τα γαλόνια του υπουργού. Αλαζόνες και μοιραίοι οι υπάλληλοι των τοκογλύφων οδηγούν το κοπάδι των προσκυνημένων στον χαμό του.
Μόνο μια δράκα βουλευτών και μισό εκατομμύριο ψηφοφόρων τολμούν, αντιστέκονται, επιμένουν, υβριζόμενοι, διωκόμενοι, φυλακιζόμενοι και φιμωμένοι από την νοητική Χούντα της Μεταπολίτευσης, την μονοκρατορία του κόμματος των πολιτικών κομμάτων και την μαφία των καναλαρχών. Μια δράκα πιστοί στο δικαίωμα της Ελλάδας να ζήσει, απέναντι στους εθελόδουλους, τους παραδομένους και τους μοιρολάτρες. Αυτοί οι αριθμητικά λίγοι είναι οι Έλληνες που αμφισβητούν την δικαιοδοσία του ξένου στην γη τους. Και μην μηρυκάσει κάποιος τις υποκρισίες των πολιτικάντηδων πως κανείς, δήθεν, δεν είναι περισσότερο πατριώτης από τον άλλο.
Γιατί αυτός που ενώ εμφανιζόταν Πατριώτης και πρόμαχος του Έθνους, αλλά βάζει την υπογραφή του και πουλάει Πατρίδα, είναι προδότης. Και για να τελειώνουμε και με την «καλή» Αριστερά, οι Συριζαίοι καπιταλομαρξιστές είναι αριστεροί. Δεν είναι «δήθεν αριστεροί». Και αυτός που ήταν πάντοτε προδότης, προδότης παραμένει. Όταν ακούω να χάνουν τον χρόνο τους συνέλληνες, για να καταριούνται τον Σόρος, τον Κίσινγκερ, τον έναν και τον άλλο ληστή τοκογλύφο, που μέρα νύχτα καταπιάνεται για το πώς θα εξοντώσει τους Έλληνες, αναρωτιέμαι γιατί δεν κάνει κάτι ωφέλιμο. Να καλλιεργήσει μια τοματιά, ας πούμε, σε μια γλάστρα, να δώσει ένα σκούπισμα στο πεζοδρόμιο, να προσφέρει μια προσευχή στον Θεό. Να πάει να ακούσει και ομιλίες, και να δει πώς μπορεί να βοηθήσει και πολιτικά. Να αλλάξει κάτι, αυτό είχαν στον νου τους οι αρματωμένοι με τις τσουγκράνες του Διονυσίου Φιλοσόφου, γι’ αυτό αγωνίστηκαν οι Έλληνες πέρα από κάθε λογική, στα 400 χρόνια της βάρβαρης σκλαβιάς, μέχρι να αρματώσει η Μπουμπουλίνα κι ο Κολοκοτρώνης τον στρατό και το ναυτικό μας.
Έγραψε ο Βίκτωρ Ουγκώ το 1828, ένα ποίημα για την καταστροφή της Χίου από τους τούρκους, στις 30 Μαρτίου 1822. Περιγράφει (σε μετάφραση εδώ Κωστή Παλαμά) ένα Ελληνόπουλο να κάθεται ξυπόλυτο, «το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη». «Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες για να τα ιδώ τα θαλασσά ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι με τα μαλλάκια τα χρυσά; Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω; Διαβάτη, μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι: Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να!».
Να είχαμε σήμερα Ελληνόπουλα να παίζουν στρατιωτάκια αντί για κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικά παιχνίδια! Να δούλευε το μυαλό και να φτερούγιζε το φρόνημά τους, αντί να ασφυκτιούν από το ρεύμα που περισφίγγει τα σπίτια τους! Πόσο καλά γνωρίζετε σεις οι δυνάστες πώς να κυβερνάτε με τον φόβο και την απειλή! Πόσο δίκιο έχετε που συστηματικά αποκόβετε το Έθνος από ό,τι το γέννησε, το ανέθρεψε, από ό,τι μας έκανε Έλληνες!
Ποιοι είστε εσείς που παίζετε με μας, Γερούν, Αγγέλα, Βόλφγκανγκ, σοροί εκβιαστών, βάρβαρα στίφη που ξεπεζέψατε απάνω στα στρωμένα αναισθησία, δειλία και ωχαδελφισμό, σαλόνια των μπουκωμένων νεοελλήνων, και ποιοι είμαστε εμείς; Είμαστε μια χούφτα ευλογημένο με βασιλικό και προσευχή, προζύμι, απάνω σε μια γη «άφθαρτων αερικών και ειδώλων». Κι αν σήμερα απομείναμε ως Έθνος χωρίς ποιήματα, χωρίς προσευχές, σπαράγματα κυνηγημένα από τους καιρούς, χωρίς ένα σπαθί να σπρώξουμε στο χώμα, και μια πένα να πιαστούμε από τον ουρανό, εμείς οι λίγοι θα είμαστε πάντα αρκετοί. Θα το διαβούμε το φαράγγι των θλίψεων.
Πόσα «ευχαριστώ» θα χρειαστεί να πούμε στους άνδρες και τις γυναίκες που στάθηκαν αληθινοί και ακλόνητοι στην φλόγα που έκαιγε στις καρδιές τους, και στο αίμα που έρεε στις φλέβες τους; Πού θα τους πλύνουμε τα κόκαλά τους τα ιερά, με τα δάκρυα της συγγνώμης ενός Έθνους που Εκείνοι του χάρισαν την Ελευθερία του, με επαναστάσεις 400 χρόνων, κι εκείνο κατάφερε σε 40 χρόνια χορτάτης κοιλιάς να την ξεπουλήσει, και να σκλαβωθεί εθελουσίως; Θα διαβούμε. Θα πεθάνουμε και θα γεννηθούμε.
«Σκλάβες τουρκών μη ζήσουμε, παιδιά μου, μαζί μου ελάτε!» είπε η Δέσπω του Μπότση σε νύφες και αγγόνια στον πύργο που αγνάντευε την θάλασσα. Στα κάστρα του Ελληνισμού, στο Σούλι, την Μάνη, την Τριπολιτσά, την Κρήτη και την Ρούμελη, εκεί στήσαμε τα πόδια οι Έλληνες. Εκεί, αγναντεύοντας την θάλασσα, γεννήθηκε και γέννησε, γιγαντώθηκε και γιγάντωσε, πέθανε και αναστήθηκε ο εθνισμός μας.
Κι εκεί θα αναστηθούμε, και θα αναστήσουμε την Πατρίδα μας. Ξέρεις ποιοι είμαστε εμείς; Ζήτω το Έθνος των Ελλήνων!