Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Άγνωστες μορφές του Ελληνισμού: Οι Έλληνες στρατιώτες στα βουνά της Πίνδου κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο

Δεν μπόρεσα να διαλέξω έναν μόνο Έλληνα στρατιώτη από τους χιλιάδες που πολέμησαν, τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν στα βορειοηπειρωτικά βουνά. Δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω από τα χιλιάδες στρατευμένα τέκνα της Ελλάδας μονάχα έναν, γιατί όλοι οι απλοί Έλληνες εργάτες, αγρότες κ.λ.π ., σαν μια γροθιά υπερασπίστηκαν την μάνα Ελλάδα εκείνον τον Οκτώβριο του 1940, από τους άνανδρους Ιταλούς εισβολείς.

Ήταν 03.00 τα ξημερώματα της Δευτέρας, 28η Οκτωβρίου του 1940, όταν έξω από την οικία του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά, έφτασε ο πρέσβης της Ιταλίας Εμμανουέλε Γκράτσι. Ο Ιταλός μπήκε βιαστικά στο σπίτι. Εκεί τον περίμενε ο Μεταξάς, αισθανόμενος τα επερχόμενα δεινά που του έφερνε ο Γκράτσι.
Ο πρέσβης του είπε πως η Ιταλία θα καταλάμβανε μερικά εδάφη της Ελλάδας και πως έπρεπε να τους αφήσει να διέλθουν από την επικράτεια της χώρας. Ο Μεταξάς του απάντησε στα γαλλικά, την γλώσσα που γνώριζαν και οι δύο: «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Το ΟΧΙ ήταν πια γεγονός. Ψηλά στα ηπειρωτικά βουνά, εκεί που χτυπούσε η καρδιά της ηρωικής Ελλάδας, ήταν το 51ο Σύνταγμα του Κωνσταντίνου Δαβάκη ή αλλιώς απόσπασμα Πίνδου, που αποτελούνταν από 2.000 γενναία παλληκάρια, έτοιμα για την υπέρτατη θυσία που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος στην διάρκεια της μικρής ζωής του, να πολεμήσει και να σκοτωθεί αν χρειασθεί για την πατρίδα του. 
Το Σύνταγμα Δαβάκη αποτελούνταν το πολύ από 3 Τάγματα. Η 3η Μεραρχία αλπινιστών Τζούλια, ήταν ήδη πάνω στην γραμμή των συνόρων. Πριν καν λήξει το τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη στις 06.00, οι Ιταλοί είχαν ήδη προσβάλει μερικά απομονωμένα φυλάκια στην οριογραμμή των συνόρων. Η Μεραρχία Τζούλια ήταν από τις καλύτερα εκπαιδευμένες μονάδες του ιταλικού στρατού. Μετά τις 05.00 και πίσω από τις κορυφές του Σμόλικα και του Γράμμου φαίνονταν οι λάμψεις από τις οβίδες του βαρέος Πυροβολικού της Τζούλιας. Στις 05.30 ξεκίνησε η γενική επίθεση σε όλο το μέτωπο. Το απόσπασμα του ηρωικού Συνταγματάρχη Δαβάκη είχε υπευθύνη του 35 χιλιόμετρα ορεινού εδάφους. Οι πρώτοι πυροβολισμοί αντηχούσαν ήδη στα βουνά της Πίνδου, καθώς οι άνδρες του αποσπάσματος ανταπάντησαν στα μαζικά πυρά που δέχονταν. Τα πυροβόλα των Ιταλών χτυπούσαν τις ελληνικές θέσεις. Το αρχηγείο του Δαβάκη ήταν στο χωριό Επταχώρι, όπου από εκεί συντόνιζε την δράση του ηρωικού Συντάγματος που κρατούσε θέση άμυνας ώσπου να έρθουν οι εφεδρείες και να προετοιμαστεί ο υπόλοιπος Ελληνικός Στρατός.
Το 8ο και το 9ο ήταν τα δύο Συντάγματα της Τζούλιας που ανέλαβαν την κύρια επίθεση. Το 8ο Σύνταγμα είχε απέναντί του δύο λόχους μονάχα του αποσπάσματος. Η μάχη ήταν σκληρή, καθώς ο όγκος της επίθεσης ήταν πολύ μεγαλύτερος από ό,τι μπορούσαν να αντέξουν αυτοί οι δυο λόχοι. Μια διμοιρία ενός λόχου κινήθηκε προς τα βόρεια σε υψόμετρο 2.400 μ., στην περιοχή Κιάφα σε συνθήκες πολικού ψύχους, για να μην αιχμαλωτιστεί από τους Ιταλούς. Ο Δαβάκης βλέποντας την κατάσταση που εκτυλίσσονταν μπροστά του ζήτησε από την 8η Μεραρχία και το Τάγμα προκαλύψεως στην Κόνιτσα ενισχύσεις, αλλά η γραμμή του τηλεφώνου δεν λειτουργούσε. Έτσι, επιστράτευσε μουλάρια με τους οδηγούς τους για να ειδοποιήσουν το Τάγμα. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες και οι Έλληνες στρατιώτες κρατώντας σφιχτά τα όπλα τους περίμεναν τους Ιταλούς. Οι υπέρτερες δυνάμεις των εχθρών προχωρούσαν ασταμάτητες.
Ενώ η ημέρα περνούσε και το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα, οι Ιταλοί θα ήταν παντού αν δεν έρχονταν ενισχύσεις εγκαίρως. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο σκέφτονταν ο Δαβάκης. Οι πρώτοι νεκροί και τραυματίες φτάνουν από όλες τις μεριές του μετώπου στο Επταχώρι την 29η και 30η Οκτωβρίου. Ο Δαβάκη εμψυχώσε τα παλληκάρια του, λέγοντας τους ψέματα πως έφθαναν από ώρα σε ώρα τέσσερα Τάγματα Πυροβολικού για να ενισχύσουν τις θέσεις τους με τα πυρά τους.
Στις 17.00, της 30ης Οκτωβρίου κατέφθασαν οι πρώτες ισχνές ενισχύσεις του στρατού και ο Δαβάκης κοιτούσε με αγαλλίαση τους στρατιώτες. 
Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης τραυματίστηκε στο στήθος στις 3 Νοεμβρίου του 1940 ηγούμενος της αντεπιθέσεως των Ελλήνων. Τότε τον πλησίασε ο Λοχαγός Ιατρού για να τον βοηθήσει και ο Δαβάκης του είπε: «Άσε με εμένα. Πες με πεθαμένο(!) και κοίτα μην σου πάρουν τις θέσεις, τράβα». Αυτό ήταν το ήθος και η ανδρεία του Έλληνα αξιωματικού, που παρότι ήταν τραυματισμένος, σκεφτόταν την υπεράσπιση της πατρίδος. Μετά από αυτό μεταφέρθηκε αναίσθητος στο πρόχειρο νοσοκομείο. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1943 όταν συμμαχικό υποβρύχιο χτύπησε το ιταλικό πλοίο «Τσιτα ντι Τζένοβα» (Πόλη της Γένοβας), που τον μετέφερε αιχμάλωτο στην Ιταλία. Το σεπτό του σώμα ξεβράστηκε στις ακτές της Ηπείρου και θάφτηκε στην Αυλώνα.
Το Σύνταγμα του Δαβάκη κράτησε για τρεις ημέρες άμυνα, σώζοντας με αυτόν τον τρόπο την τιμή της Ελλάδας. 
Αυτό το μικρό κείμενο αφιερώνεται στα 7.948 παλληκάρια που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου, αγωνιζόμενοι για την Ελευθερία της Ελλάδας, υπέρ βωμών και εστιών. Αφιερώνεται επίσης στους χιλιάδες ακόμα τραυματίες που σημαδεύτηκαν τα κορμιά τους από τις σφαίρες και τα φονικά κρυοπαγήματα. Δυστυχώς, το ανθελληνικό αυτό κράτος, 74 χρόνια τώρα δεν φρόντισε ώστε αυτά τα παλληκάρια που είναι σκόρπια εδώ και εκεί στις πλαγιές και στις χαράδρες των ηπειρωτικών βουνών, να θαφτούν με τιμές Ηρώων, όπως τους αρμόζει!
Αίας ο Τελαμώνιος
Τ. Ο. Καβάλας