Την Τετάρτη 19 Οκτωβρίου στην Τ.Ο. Ι.Π. Μεσολογγίου πραγματοποιήθηκε ιστορική ομιλία από τον Συναγωνιστή Θεόδωρο Τσέλα με θέμα: Η μάχη των Γιαννιτσών.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας:
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα έλεγε ο Μάρξ.
Για μένα, από όλα τα μαθήματα του σχολείου η Ιστορία ήταν το απωθημένο μου - αυτό που θα ήθελα να έχω διαβάσει περισσότερο και περισσότερο, προκειμένου να κατανοήσω σε βάθος τη σημερινή παγκόσμια κατάσταση κρίσης και το πώς οδηγηθήκαμε έως εδώ.
Αυτή την ανάγκη αναγνώρισε στο πρόσωπο όλων μας, ο Αρχηγός, ένας άνθρωπος που διαβάζει πολύ την ιστορία – φαίνεται αυτό στις ομιλίες του στην Βουλή – όταν στο συνέδριο της Χρυσής Αυγής εισηγήθηκε και με συντριπτική πλειοψηφία, αποφασίστηκε, η παρουσίαση κομβικών ιστορικών στιγμών του Έθνους μας κι αυτό γιατί: H γνώση γεννάει το Θάρρος.
Από εδώ, σήμερα, θέλουμε να πούμε σε όλους, εντός κι εκτός των τειχών, πως η Ελλάδα δεν είναι μια αποτυχημένη θυγατρική εταιρεία, όπως θέλουν να μας πείσουν οι διευθυντάδες της Κομισιόν.
Η Ελλάδα είναι έθνος με ψυχή, με υπερηφάνεια, με Ιστορία...
Και η Ιστορία μας, πάντα θα γυρίζει γύρω μας, και θα ζει μέσα μας, γιατί η διαδρομή μας δεν είναι μικρή, και δεν είναι και τυχαία. Είναι και μεγάλη, είναι και περίπλοκη. Ενώ πάντα μα πάντα, μοναδικός εχθρός μας αλλά και σύμμαχος ταυτόχρονα, σε όλη αυτή την διαδρομή, ήταν και είναι μόνον ο εαυτός μας.
Είμαι ο Θοδωρής Τσέλας, και σας ευχαριστώ που με τιμάτε, να σταθώ εδώ, μπροστά σας σε αυτό το τιμημένο έδρανο της τοπικής της Χρυσής Αυγής, για να σας μιλήσω για ένα θέμα τόσο σημαντικό όσο είναι η μάχη των Γιαννιτσών.
Επιτρέψτε μου, πριν πάμε στο κύριο γεγονός, να ανιχνεύσουμε λίγο το κλίμα της εποχής.
Στην διχασμένη και ματωμένη Ελλάδα του 1909 και μέχρι το 1912 το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η επιθυμία πολλών Ελλήνων να περιοριστούν τα κακώς κείμενα στην χώρα ενώ ταυτόχρονα, προβαλλόταν η αγωνία εκπλήρωσης των εθνικών πόθων.
Εχθρός οι πάντες γύρω μας οι οποίοι επιβουλεύονται τα εδάφη μας.
Την εποχή εκείνη, όμως, της απομόνωσης, υπήρχε στη χώρα ένα πολιτικό δίλημμα, η διπλωματική προσέγγιση με την Βουλγαρία ή την Τουρκία; Την Σκύλλα; Ή την Χάρυβδη;
Αν και έγιναν προσπάθειες για την δημιουργία φιλικού κλίματος ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία η έλλειψη ειλικρίνειας και η καχυποψία σε συνδυασμό με το κίνημα των Νεότουρκων έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της συνεννόησης με τις Βαλκανικές χώρες.
Μάλιστα όπως αποκάλυψε ο Βενιζέλος σε δήλωση του στην βουλή, αν οι Τούρκοι δεχόντουσαν να παραχωρήσουν την Κρήτη έναντι έστω καταβολής φόρου υποτελείας, η Ελλάδα ίσως και να μην προχωρούσε σε πόλεμο εναντίον τους.
Στο μεταξύ, η Σερβία και η Βουλγαρία έχουν και αυτές αποφασίσει να συνεργαστούν για την εκδίωξη των Τούρκων και την ευόδωση των εθνικών τους πόθων.
Οι Σέρβοι βιάζονταν να προχωρήσουν γιατί συν τοις άλλοις είχαν πληροφορηθεί και για τις προσπάθειες της Αυστροουγγαρίας να δημιουργήσει αυτόνομο Αλβανικό κράτος , γεγονός που τους ανησυχούσε ιδιαίτερα…
Αλλά και οι Βούλγαροι ανησυχούσαν αφού οι Νεότουρκοι όχι μόνο είχαν συγκεντρώσει στρατεύματα στα σύνορα των δύο χωρών, αλλά εκτόξευαν και απειλές εναντίον τους.
Έτσι όχι μόνο εγκατέλειψαν κάθε σκέψη για συνεργασία με το καθεστώς των Νεότουρκων αλλά αποφάσισαν να τους αντιμετωπίσουν στρατιωτικά συμμαχώντας με τις Σερβία και Ελλάδα.
Οι Βούλγαροι δεν έκρυβαν τις υπέρμετρες φιλοδοξίες τους, όμως παρότι ήξεραν ότι το θέμα της διανομής των εδαφών θα δημιουργούσε εντάσεις με τις άλλες χώρες , προχώρησαν στις συνεργασίες γιατί γνώριζαν ότι μόνοι τους θα ήταν δύσκολο να νικήσουν το Οθωμανικό κράτος.
Από εκεί και πέρα οι διπλωματικές τους προσπάθειες αποσκοπούσαν αφενός μεν να υπάρξει συμφωνία μεταξύ των βαλκανικών χωρών αλλά αφετέρου να διασφαλιστεί ότι οι ίδιοι θα καρπώνονταν τα περισσότερα εδάφη σε περίπτωση νίκης.
Για το λόγο αυτό αποφάσισαν να έρθουν πρώτα σε επαφή με την Σερβία την οποία και ποιο ισχυροί στρατιωτικά θεωρούσαν αλλά και γιατί σε αντίθεση με την Ελλάδα είχε λιγότερες φιλοδοξίες για τα μακεδονικά εδάφη…
Πάντως οι διαπραγματεύσεις με την Σερβία που άρχισαν το Φθινόπωρο του 1911 ήταν δύσκολες και θα χρειαστεί η ρωσική παρέμβαση για να ολοκληρωθούν με επιτυχία την άνοιξη του 1912.
Οι Σέρβοι επέμεναν να υπάρξει από πριν καθορισμός του ποια εδάφη θα έπαιρνε η κάθε χώρα σε περίπτωση νίκης ενώ οι Βούλγαροι επεδίωκαν την αυτονόμηση μεγάλου μέρους της Μακεδονίας και της Θράκης προσδοκώντας ότι μελλοντικά θα μπορούσαν να την απορροφήσουν εξολοκλήρου (όπως είχε γίνει και με την Ανατολική Ρωμυλία το 1885).
Τελικά με την ρωσική παρέμβαση θα βρεθεί η μέση λύση και στις 13 Μαρτίου του 1912 θα υπογραφεί η συμφωνία. Το σύμφωνο σε γενικές γραμμές ανέφερε ότι οι δύο χώρες θα βοηθούσαν η μία την άλλη σε περίπτωση επίθεσης από τρίτη χώρα, (οι Σέρβοι φοβόντουσαν και την Αυστροουγγαρία ενώ οι Βούλγαροι την Ρουμανία).
Οι Βούλγαροι όμως, στο πίσω μέρος του μυαλού τους είχαν όλα τα εδάφη νότια και ανατολικά της Ροδόπης και του Στρυμόνα και οι Σέρβοι τα εδάφη βόρεια και δυτικά του Σκάρδου.
Ενώ το μέρος της Μακεδονίας ήθελαν να το αυτονομήσουν ώστε μετά να το διεκδικήσουν.
Μιλάμε για την σημερινή κεντρική Μακεδονία (με τη Θεσσαλονίκη), τη σημερινή δυτική Μακεδονία, τα εδάφη του σημερινού κράτους της FYROM και το Κοσσυφοπέδιο.
Έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχημένο τρόπο τις διαπραγματεύσεις με τη Σερβία, οι Βούλγαροι αποφάσισαν να προχωρήσουν και τις αντίστοιχες με την Ελλάδα. (Ήδη μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας είχαν υπάρξει επαφές από το 1911 που κατέληξαν σε μια προφορική συμφωνία).
Οι Βούλγαροι δεν είχαν σε εκτίμηση τον ελληνικό στρατό και δεν ήταν διατεθειμένοι να ικανοποιήσουν τις ``υπέρμετρες`` ελληνικές αξιώσεις, όμως υπολόγιζαν στη βοήθεια του ελληνικού στόλου, ενώ σε κάθε περίπτωση ο ελληνικός στρατός θα απασχολούσε ορισμένες μονάδες του οθωμανικού στρατού.
Οι ίδιοι θεωρούσαν ότι οι ελληνικές απαιτήσεις θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν με την παραχώρηση της Κρήτης, των νησιών του Αιγαίου, της Ηπείρου και των περιοχών γύρω από τον Όλυμπο. Σε αντίθεση με το σύμφωνο που είχε υπογραφεί με τη Σερβία, το σύμφωνο που υπογράφτηκε τον Μάιο του 1912, ήταν καθαρά αμυντικό, ενώ δεν θα ίσχυε αν υπήρχαν περιπλοκές εξαιτίας του Κρητικού ζητήματος.
Επιπλέον δεν γινόταν η παραμικρή νύξη για μοίρασμα εδαφών.
Η ελληνική πλευρά προσπάθησε να θέσει το ζήτημα, όμως οι Βούλγαροι ήταν άκαμπτοι και ο Βενιζέλος που θεωρούσε ως πρωτεύον ζήτημα την ένταξη της Ελλάδας στη συμμαχία έδωσε εντολή να μην συνεχιστεί η ανακίνηση του… Με τη σειρά της η Ελλάδα απέκρουσε τις βουλγαρικές προσπάθειες για αποδοχή καθεστώτος αυτονομίας για τη Μακεδονία…
Η Ελλάδα, θεωρώντας ότι, αν ξεσπάσει ένοπλη σύγκρουση στα Βαλκάνια χωρίς Ελληνική συμμετοχή θα χανόταν για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, υπέγραψε τον Μάιο του 1912 αμυντική συμμαχία με τη Βουλγαρία.
Ο Βενιζέλος ήρθε σε αντίθεση με την ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο όπως και ο Ίων Δραγούμης, λόγω και του πρόσφατου Μακεδονικού αγώνα θεωρούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο την Βουλγαρία.
Οι δύο χώρες αφού δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν για το μοίρασμα των εδαφών της Μακεδονίας, συναίνεσαν απλώς στο να κρατήσει κάθε χώρα όσα εδάφη θα κατάφερνε να αποσπάσει από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένας παράγοντας που ώθησε την Βουλγαρική ηγεσία να δεχθεί τέτοιου είδους συμφωνία ήταν το γεγονός πως η ήττα της Ελλάδας κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε δημιουργήσει στους υπολοίπους Βαλκάνιους την πεποίθηση ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτελούσε υπολογίσιμο παράγοντα.
Οι Βούλγαροι, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είναι «οι Πρώσοι των Βαλκανίων», πίστευαν ότι στην καλύτερη περίπτωση ο Ελληνικός Στρατός θα κολλούσε στα σύνορα ή θα σημείωνε λίγες τοπικές επιτυχίες χωρίς πάντως να μπορέσει να διεκδικήσει με αξιώσεις εδάφη που αποτελούσαν στόχο της Βουλγαρίας. Δέχθηκαν όμως την συμμαχία με την Ελλάδα επειδή πίστευαν στο αξιόμαχο του Ελληνικού στόλου, ο οποίος είχε την δυνατότητα να εμποδίσει την μεταφορά ενισχύσεων από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας προς την Ευρωπαϊκή Τουρκία, όπως και πράγματι έκανε.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την επανάσταση στο Γουδί ο Ελληνικός στρατός είχε βελτιώσει με πολύ γρήγορους ρυθμούς το επίπεδο εκπαιδεύσεως με την άφιξη ξένων (Γαλλικών) εκπαιδευτικών αποστολών, είχε ανανεώσει και εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό του, και είχε διοικητικά αναδιοργανωθεί με την βελτίωση του συστήματος των προαγωγών των αξιωματικών ενώ ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή και το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του στόλου με αποκορύφωμα την αγορά του Θωρηκτού «Αβέρωφ».
Τον Οκτώβριο του 1912 ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος ήταν γεγονός και βρισκόταν σε εξέλιξη. Ήταν η αναμέτρηση που διαμόρφωσε τα ελληνικά σύνορα, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα και είχε το έντονο παρασκήνιο που αναφέραμε, με μυστικές συνεννοήσεις, υπόγειες κινήσεις και οριακές διαπραγματεύσεις. Ο κάθε λαός πολεμούσε για να κερδίσει κάτι παραπάνω από την υποδούλωση τους.
Οι Έλληνες πολεμούσαν για τα δίκαια τους.
Από όλες τις μάχες που είχαν το στοιχείο το αιφνιδιασμού, και της ταχύτητας, που δεν βοηθά πάντα τους στρατούς, αφού δεν προλαβαίνουν να προετοιμαστούν σωστά, η φονική μάχη των Γιαννιτσών ήταν η σημαντικότερη των Βαλκανικών Πολέμων για τον ελληνικό στρατό.
Ο μεγάλος στόχος της ελληνική κυβέρνησης, αλλά και των υπόλοιπων μαχόμενων δυνάμεων, ήταν η Θεσσαλονίκη, καθώς ήταν το ισχυρότερο λιμάνι των Βαλκανίων και η θέση της, στρατηγική.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήρθε σε ρήξη με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ήταν αρχιστράτηγος και ηγείτο του ελληνικού στρατού. Ο Κωνσταντίνος ακολουθούσε τυφλά το γερμανικό δόγμα του πολέμου και επέμενε να κινηθεί προς το Μοναστήρι των Σκοπίων, ενώ ο Βενιζέλος διαφωνούσε και του ζητούσε επίμονα να κινηθεί ο στρατός προς Θεσσαλονίκη.
Είχε φτάσει η 19η Οκτωβρίου και ο ελληνικός στρατός βρισκόταν στις παρυφές των Γιαννιτσών, χωρίς να είναι προετοιμασμένος για μάχη....
Για τους Τούρκους τα Γιαννιτσά ήταν σημαντικότατη πόλη. Ήταν θρησκευτικό κέντρο και την αποκαλούσαν «Μέκκα της Μακεδονίας». Αιτία το Μαυσωλείο του Γαζή Εβρενός.
Ο Γαζή Εβρενός, υπήρξε σημαντικός Μπέης και στρατηλάτης της οθωμανικής ιστορίας ενώ ήταν και ο πρώτος Τούρκος κατακτητής της Ευρώπης.
Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 1417 και ετάφη σε αυτό το μαυσωλείο, το οποίο κατέστη τόπος προσκυνήματος για τους Μουσουλμάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, λειτούργησε και ως τόπος προσευχής, μία συνήθης ισλαμική πρακτική σε μαυσωλεία σημαντικών προσώπων στους οποίους αποδίδονταν ιδιότητες αγιοσύνης....
Οπως καταλαβαίνετε, η απελευθέρωσή της πόλης των Γιαννιτσών, θα κατάφερνε ένα ακόμα καίριο πλήγμα στο ήδη πληγωμένο από τη μάχη του Σαρανταπόρου γόητρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έτσι η αντίσταση του Τούρκικου στρατού ήταν ιδιαίτερα σκληρή.
Έτσι αποφάσισαν να επιτεθούν. Οι Έλληνες αρχικά σφυροκοπήθηκαν, αλλά τελικά κατάφεραν να αντεπιτεθούν και να αναγκάσουν τους Τούρκους σε υποχώρηση. Η μάχη ήταν η φονικότερη του πολέμου. Οι απώλειες του ελληνικού στρατού ήταν 188 νεκροί και 973 τραυματίες. Ήταν όμως και η σημαντικότερη, καθώς άνοιξε τον δρόμο για το έπαθλο του πολέμου. Τη Θεσσαλονίκη....
Η περιοχή των Γιαννιτσών, που το τούρκικο επιτελείο επέλεξε ως αμυντική τοποθεσία, εκτός από το μειονέκτημα ότι είχε ένα μεγάλο φυσικό κώλυμα στα νώτα της, τον Αξιό ποταμό, προσφέρονταν για άμυνα με μέτωπο προς τα δυτικά, καθώς απέκλειε την κύρια οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα στήριζε ικανοποιητικά τα πλευρά της στο όρος Πάικο και στη λίμνη των Γιαννιτσών.
Επίσης η επάνδρωσή της απαιτούσε σχετικά περιορισμένες δυνάμεις.
Η Στρατιά Θεσσαλίας με επικεφαλής τον Διάδοχο Κωνσταντίνο (με τον Στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή ως επικεφαλής του Επιτελείου) είχε χωριστεί σε έξι μεραρχίες, με την 7η Μεραρχία να κατευθύνεται προς την Λάρισα, μια Ταξιαρχία ιππικού και δύο «Αποσπάσματα Ευζώνων».
Ενάντια στον ελληνικό στρατό, η οθωμανική δύναμη ανερχόταν σε 14 Τάγματα πεζικού, με περαιτέρω 11 στο αποθεματικό, που υποστηρίζεται από 24 πυροβόλα και τρεις Πυροβολαρχίες. Ωστόσο, οι Οθωμανικοί σχηματισμοί ήταν έως 25% αποδυναμωμένοι, δεδομένου ότι οι Οθωμανοί είχαν αποστρατεύσει μεγάλα τμήματα του στρατού τους τον Αύγουστο. Οι Οθωμανοί ήλπιζαν να κρατήσουν τη φυσική οχυρή θέση της διάβασης του Σαρανταπόρου, η οποία ήταν εκτενώς οχυρωμένη υπό την εποπτεία μιας γερμανικής στρατιωτικής αποστολής πριν τον πόλεμο.
Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, το πρωί της 9 Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός πέρασε τα σύνορα και προέλασε μέχρι την διάβαση του Σαρανταπόρου την οποία οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν, φοβούμενοι μην κυκλωθούν. Οι Οθωμανοί υποχώρησαν και σταμάτησαν έξω από τα Σέρβια.
Μετά την μεγάλη νίκη του Ελληνικού στρατού στο Σαραντάπορο και την απελευθέρωση των Σερβίων, της Κοζάνης και της Κατερίνης το σύνολο των Ελληνικών μεραρχιών (ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V, VI, VII) κινούνταν προς τα Γιαννιτσά με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη. Ο Τουρκικός στρατός βρισκόταν σε συνεχή υποχώρηση, ενώ το ηθικό του ήταν στο κατώτατο όριο λόγω των συνεχών ηττών και του υπερδιπλάσιου εχθρού που προήλαυνε νικηφόρα.
Το Γενικό επιτελείο και ο Αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού Διάδοχος Κωνσταντίνος θεωρούσαν πως ο Χασάν Ταξίν Πασάς και ο Τουρκικός στρατός θα σταματούσε να πολεμήσει στις όχθες του Αξιού ποταμού οχυρώνοντας την τοποθεσία αυτή που έμοιαζε ιδανική για άμυνα. Έτσι στις διαταγές που εκδόθηκαν από το Γενικό Επιτελείο στις 18 Οκτωβρίου προβλεπόταν η κατάληψη των Γιαννιτσών την επόμενη ημέρα, ενώ οριζόταν η πόλη και ως έδρα του στρατηγείου. Αυτό σήμαινε πως η μάχη που ακολούθησε στις παρυφές της πόλης των Γιαννιτσών δεν είχε προβλεφθεί και αυτό είχε μια αρνητική επίπτωση στην προετοιμασία (υλική και ψυχολογική) των Ελληνικών μονάδων.
Οι Τούρκοι ενισχύθηκαν με την 14η μεραρχία Σερρών και παρέταξαν στο πεδίο της μάχης 25.000 άνδρες και περίπου 30 πυροβόλα. Η τοποθεσία που επιλέχθηκε από τον Τούρκο στρατηγό για την άμυνα βρισκόταν δυτικά της πόλης και στηριζόταν από δεξιά σε δύσβατα υψώματα και στα αριστερά από την λίμνη των Γιαννιτσών.
Το έδαφος ήταν ελώδες και πεδινό, αλλά το χειρότερο ήταν πως πιθανή αποτυχία του Τουρκικού στρατού θα επέφερε την διάλυση του καθώς όπισθεν του βρισκόταν ο Αξιός ποταμός. Εκεί αποφάσισε ο Ταξίν Πασάς να σταθεί και να πολεμήσει υπερασπίζοντας και τα Γιαννιτσά που όπως είπαμε στην αρχή, ήταν ιερή πόλη για τους Μουσουλμάνους.
Την πρώτη επαφή με τον εχθρό έκαναν οι προφυλακές της ΙΙ και ΙΙΙ Μεραρχίας βορειοδυτικά της κύριας αμυντικής τοποθεσίας, οι οποίες όμως ανέτρεψαν εύκολα τους αμυνόμενους που συμπτύχθηκαν στην κύρια τοποθεσία άμυνας. Το μεσημέρι της 19ης Οκτωβρίου οι κύριες δυνάμεις των Ελλήνων συγκεντρώνονταν ενώπιον της κύριας τοποθεσίας υπό τα πυκνά πυρά του Τουρκικού πυροβολικού. Η ΙΙΙ μεραρχία είχε καταφέρει να καταλάβει άθικτη την γέφυρα του ποταμού Ασπροποτάμου, αλλά η διάβαση της από τα υπόλοιπα τμήματα της ΙΙ μεραρχίας γινόταν αργά λόγω του αντίπαλου πυροβολικού.
Εδώ να σταθούμε λίγο...
Σ' αυτήν την αναμέτρηση, η φυσική ευφυΐα και η πολύ ανώτερη εκπαίδευση του Έλληνα πυροβολητή, αυτά δηλαδή τα στοιχεία που έκαναν τους Τούρκους να λένε οτι «κάθε Γιουνάνης κουβαλά στην πλάτη του ένα κανόνι», γείρανε σχεδόν αμέσως την πλάστιγγα εις βάρος των αμυνομένων. Μόλις με τέχνασμα εντοπίστηκαν οι θέσεις των Τούρκων, ακούστηκε το παράγγελμα του λοχαγού «δια βολιδοφόρων ανά τρείς, πυρ ταχύ !». Και αμέσως ο λόφος που ήταν τα εχθρικά κανόνια αρχίζει να καπνίζει από συνεχείς εκρήξεις σαν να καίγεται. Σε λίγα λεπτά ακούγεται η διαταγή «βολή προοδευτική!» που ξεσηκώνει ζητωκραυγές από τις ομοχειρίες: σημαίνει οτι ο εχθρός ζεύει με σπουδή τα πυροβόλα του και φεύγει για να γλυτώσει από τον πύρινο μαίανδρο που έστρωνε το ελληνικό κανόνι...
Το Γενικό Στρατηγείο λαμβάνοντας ενημέρωση για την διαμορφωθείσα κατάσταση εξέδωσε νέες διαταγές με τις οποίες διέταζε γενική επίθεση σε όλο το μήκος της τοποθεσίας, καθώς καμία κυκλωτική ενέργεια δεν ήταν δυνατή. Το κύριο βάρος της επίθεσης στο βόρειο άκρο της Τουρκικής άμυνας ανέλαβε η ΙV μεραρχία που επιτέθηκε και με τα τρία συνταγματα της (8ο, 9ο 11ο) για να καταλάβει το χωριό Πενταπλάτανο. Μετά τις 16.00 ο αγώνας έγινε σκληρότερος με τους Τούρκους να υποχωρούν αργά, αμυνόμενοι με πυκνά πυρά πεζικού και πυροβολικού στα επελαύνοντα 3 Ελληνικά Συντάγματα.
Άλλη όμως σημαντική εξέλιξη ήταν η προέλαση της VI μεραρχίας που ανέτρεψε τις Τουρκικές θέσεις με διαδοχικές επιθέσεις και συντάχθηκε αργά το βράδυ στο άκρο αριστερό άκρο της ΙV μεραρχίας.
Οι βραδινές ώρες διέκοψαν την μάχη με τις ΙΙ και ΙΙΙ μεραρχίες να έχουν διαβεί τον Ασπροπόταμο και να είναι έτοιμες για την τελική προέλαση και με τα τρία Συντάγματα της ΙV μεραρχίας και τμήμα της VI μεραρχίας να έχουν καταλάβει τμήμα της βόρειας αμυντικής τοποθεσίας και να βρίσκονται σε στενή επαφή με τον εχθρό. Οι στρατιώτες των τριών συνταγμάτων διανυκτέρευσαν υπό συνεχή βροχή και τσουχτερό κρύο, νηστικοί και κατάκοποι. Ο Αγώνας της επομένης θα αποδεικνυόταν σκληρότερος.
Με το πρώτο φως της ημέρας το 9ο τάγμα ευζώνων της VI μεραρχίας υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο επιτέθηκε ακάλυπτο κατά των Τουρκικών θέσεων με εφ΄όπλου λόγχη με την σημαία μπροστά και την την πολεμική σάλπιγγα να σημαίνει "προχωρείτε, προχωρείτε". Η επίθεση ήταν τόσο ορμητική που όχι μόνο ανέτρεψε την Τουρκική αντίσταση αλλά συνέλαβε άθικτη και μια ολόκληρη Τουρκική πυροβολαρχία που βρισκόταν ταγμένη στο νεκροταφείο του χωριού και δεν πρόλαβε να υποχωρήσει.
Αλλά την κύρια νίκη την κατέκτησε η ΙV μεραρχία με μια θυελλώδη προέλαση των Συνταγμάτων της. Στις 6.30 τα τρία συντάγματα της ξεκίνησαν την επίθεση στηριζόμενα και από το φίλιο πυροβολικό που είχε αναπτυχθεί το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας. Η δυσκολία της μάχης ήταν αυξημένη για τον πρόσθετο λόγο ότι στο συγκεκριμένο σημείο οι επιτιθέμενοι δεν διέθεταν αριθμητική υπεροχή. Η επίθεση εξελίχθηκε ραγδαία με τα συντάγματα να κερδίζουν συνεχώς έδαφος και να πλησιάζουν τα Τουρκικά χαρακώματα προελαύνοντας υπό το δραστικό πυρ του Τουρκικού πυροβολικού από τα γύρω υψώματα. Ταυτόχρονα και η ΙΙ και ΙΙΙ μεραρχία πίεζαν τους Τούρκους στον τομέα τους και τους είχαν εξαναγκάσει σε αναδίπλωση και συνεχή υποχώρηση.
Ο Τούρκος (Αλβανικής καταγωγής) στρατηγός αντιλαμβανόταν ότι οι δυνάμεις του παρά τις
προσπάθειες τους είχαν χάσει έδαφος και είχαν κλονιστεί. Ο σοβαρότερος όμως κίνδυνος για τους Τούρκους προερχόταν από την απρόσμενη προέλαση της VI μεραρχίας με το 9ο τάγμα του οποίου η επιτυχία και η εισχώρηση στα βόρεια της τοποθεσίας απειλούσε με κύκλωση και αιχμαλωσία ολόκληρη την Τουρκική στρατιά.
Υπό τον κίνδυνο αυτό ο Ταξίν Πασάς διέταξε υποχώρηση που σύντομα πήρε την διάσταση της πανικόβλητης φυγής που διεξήχθη με μεγάλη δυσκολία λόγω της συνεχούς βροχής και της λάσπης. Ο κύριος όγκος του Τουρκικού στρατιωτικού υλικού έπεσε λάφυρο στα χέρια των νικητών Ελλήνων, ενώ οι υποχωρούσες Τουρκικές μονάδες βρίσκονταν σε διάλυση. Υπήρξαν 3000 αιχμάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες, 25 πυροβόλα από τα 30, και 2 πολεμικές σημαίες.
Το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την 1η μεραρχία να καταδιώξει και να διαλύσει τον εχθρό, όμως αυτό δεν έγινε καθώς λόγω της γρήγορης προέλασης των Ελλήνων οι μονάδες είχαν μπερδευτεί μεταξύ τους μέσα στην πόλη των Γιαννιτσών και έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το σημείωμα του διοικητή της 7ης Μεραρχίας προς την Ταξιαρχία για καταδίωξη του εχθρού, η Ταξιαρχία το έλαβε στις 07.30 της 21ης Οκτωβρίου.
Το Στρατηγείο των Τούρκων αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πόλη και αυτό ήταν το σύνθημα για την γενική υποχώρηση. Αυτή στην αρχή ήταν κανονική, καθώς όμως το ελληνικό πεζικό καταδιώκει κατά πόδας και το πυροβολικό βομβαρδίζει αλύπητα, μετατρέπεται σε άτακτη φυγή. Ένα Τάγμα Ρεντίφ (εφέδρων) πετά τα όπλα του και τρέχει προς τις γέφυρες του Αξιού ενώ αλλού ολόκληρος λόχος με τους αξιωματικούς του πιάνεται αιχμάλωτος από το 11ο Σύνταγμα. Πολλά πολυβόλα, πυροβόλα, βλητοφόρα και πυρομαχικά πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων.
Στα Γιαννιτσά μπαίνουν μαζί με τους Ευζώνους και οι πρώτοι λόχοι της 4ης Μεραρχίας και άγριες οδομαχίες ξεσπούν, όπου οι τακτικές και τα παραγγέλματα ξεχνιούνται και τον πρώτο λόγο έχουν η προσωπική ικανότητα και το θάρρος. Οι αμυνόμενοι έχουν πλέον μετατραπεί σε μάζα πανικόβλητων ανθρώπων και ούτε οι εκκλήσεις ούτε και τα μαστίγια των αξιωματικών τους έχουν αποτέλεσμα. Μόλις 7.000 αξιόμαχοι στρατιώτες διασώζονται περνώντας τον Αξιό για να υπερασπισθούν την Θεσσαλονίκη, εγχείρημα που και ο ίδιος ο Πασάς λίγες μέρες αργότερα θα αντιληφθεί ότι είναι μάταιο.
Ο Τούρκος είχε ήδη ρίξει την τελευταία του σφαίρα στο πανάρχαιο έδαφος της Μακεδονίας στο οποίο ποτέ δεν ανήκε. Το μόνο εμπόδιο πλέον για την απελευθέρωση της αρχαίας πρωτεύουσάς της, θα αποτελούσαν για τον Ελληνικό Στρατό τα φουσκωμένα νερά του Αξιού ποταμού. Oι Έλληνες είχαν ξεπλύνει κατά τον καλύτερο τρόπο το στίγμα του 1897. Αποδείχθηκαν ανώτεροι των Τούρκων σε οργάνωση, εκπαίδευση, ευφυΐα, τακτική και στρατηγική αντίληψη, αλλά ακόμα και σε προσωπική ευψυχία.
Το Γενικό Στρατηγείο περί τις 10.00’ εγκαταστάθηκε στο χωριό Μελίσσι και αργότερα εισήλθε στα Γιαννιτσά, όπου και διανυκτέρευσε.
Τελικά οι ελληνικές Μεραρχίες εστάθμευσαν γύρω από την πόλη των Γιαννιτσών και με την γενική υποχώρηση των Τούρκων ανατολικά του Αξιού η μάχη έληξε.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κύριοι συντελεστές της νίκης των Ελλήνων στην μάχη των Γιαννιτσών ήσαν:
α) Οι ορθές ενέργειες των υφισταμένων διοικήσεων.
β) Η αποφασιστική ενέργεια του 9ου ΤΕ, που προωθήθηκε μέχρι τις θέσεις των πυροβόλων του εχθρού. Η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον κλονισμό των Τούρκων και την γενική υποχώρησή τους από την αμυντική τοποθεσία.
γ) Τα αποτελεσματικά πυρά του πυροβολικού.
δ) Το υψηλό ηθικό, η αυταπάρνηση και ο ηρωισμός των ανδρών.
ε) Η πίστη όλων για τη νίκη.
Με τη νίκη αυτή κρίθηκε οριστικά υπέρ των Ελλήνων η έκβαση των επιχειρήσεων της Στρατιάς στην κεντρική Μακεδονία.
Η μάχη των Γιαννιτσών ήταν μια μάχη «μη αναμενόμενη», λόγω έλλειψης πληροφοριών, με συνέπεια την πλημμελή πρόβλεψη για τη σχεδίασή της. Κατά τη διάρκειά της δεν έγινε η επιβαλλόμενη καταδίωξη του εχθρού προς εκμετάλλευση της επιτυχίας. Πολλοί παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτό (συνωστισμός μονάδων, συσσώρευση οχημάτων και κτηνών στον δρόμο κ.ά.). Η Ταξιαρχία Ιππικού δεν χρησιμοποιήθηκε για την τήρηση επαφής με τους Τούρκους, έδειξε δε διστακτικότητα και δεν κατεδίωξε τον εχθρό που υποχωρούσε.
Κύρια αποτελέσματα της νίκης των Ελλήνων στα Γιαννιτσά υπήρξαν η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αφού ο δρόμος προς τα εκεί ήταν πλέον ανοικτός, και η εξασφάλιση των προϋποθέσεων για τις μετέπειτα επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων.
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν οι ακόλουθες : νεκροί - αξιωματικοί 10 και οπλίτες 178, τραυματίες - αξιωματικοί 29 και οπλίτες 756 - (συνολικά 973). Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τις απώλειες των Τούρκων.
Τα πρώτα τμήματα που μπήκαν στην πόλη των Γιαννιτσών, από το δρόμο της Αξού ήταν της 2ας Μεραρχίας υπό τον Μέραρχο Καλλάρη. Γύρω στις 11 π. μ. από τον ίδιο δρόμο εισήλθε και ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος με το Επιτελείο του. Δημογέροντες της Ελληνικής κοινότητας και πλήθος κόσμου, τους υποδέχονταν μέσα σε παραλήρημα χαράς και ζητωκραυγών, στην οδό Χατζηδημητρίου, στο ύψος της νέας αγοράς. Επακολούθησε νεκρώσιμη ακολουθία στο Ναό της Παναγίας, για τους νεκρούς στρατιώτες. Κατόπιν άρχισε η μεγάλη Δοξολογία μπροστά σε αξιωματικούς, στρατιώτες και κατοίκους της πόλης.
Η εικόνα των ηττημένων Τούρκων στρατιωτών που ξεχύθηκαν στους λασπωμένους δρόμους προς την Θεσσαλονίκη ήταν φρικτή. Ένας πολεμικός ανταποκριτής των «ΤΑΪΜΣ» ο Κρώφορντ Πράϊς γράφει: «…είδα πολλά άξια λόγου θέματα στη Μακεδονία, αλλά κανένα απ’ αυτά τόσο σπαρακτικό και τόσο τρομερό, όσο η υποχώρηση του Ταξίν, την επόμενη της μάχης των Γιαννιτσών».
ΚΥΡΙΟ ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η μάχη των Γιαννιτσών έχει χαρακτηριστεί δικαίως ως μία από τις σπουδαιότερες και δυσκολότερες μάχες που εκλήθη να διεξάγει ο Ελληνικός Στρατός στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών τις οποίες αντιμετώπιζε ο στρατός καθ' όλη τη διάρκεια από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, τα προβλήματα εφοδιασμού που είχαν προκύψει αλλά και λόγω τις έλλειψης πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις και τις θέσεις του τουρκικού στρατού, που καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την κατάρτιση οργανωμένου σχεδίου επίθεσης.
Ο επιτελικός αξιωματικός του Πυροβολικού Μανουήλ Ρακτιβάν έγραψε για τη μάχη των Γιαννιτσών προς την Πηνελόπη Δέλτα. «20η Οκτωβρίου. Γιαννιτσά. Είναι η ημέρα που πήραμε την Θεσσαλονίκη».
Σήμερα ζούμε ημέρες αντιστροφής της Ιστορίας.
Σήμερα, τα εδάφη τα κατέχουμε εμείς, και τα διεκδικεί η Τουρκία.
Γιαυτό και είναι χρήσιμα αυτά τα μαθήματα Ιστορίας που έχουν καθιερωθεί στην συνείδηση των Χρυσαυγιτών σε όλη την Ελλάδα.
Γιατί, λαός που δεν γνωρίζει την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει.
Παρακολουθώντας, λοιπόν, την τρέχουσα επικαιρότητα στην σημερινή Τουρκία βγάζει κανείς αβίαστα το συμπέρασμα πως ο Τούρκος ψευτο – χαλίφης συνεχίζει απρόσκοπτα να οδηγεί την γειτονική χώρα σε ολοένα και πιο επικίνδυνα αδιέξοδα, αδιαφορώντας πλήρως για τις κρυφές και φανερές αντιδράσεις που προκαλούν οι αλλοπρόσαλλες και συχνά αντιφατικές «εκρήξεις» του. Στην διάσημη μεγαλομανία του προστίθεται, σε ολοένα και μεγαλύτερη «δόση», η ψευδαίσθηση της υπερδύναμης που απαιτεί από όλους τους γείτονες της Τουρκίας τυφλή υποταγή σε «απαιτήσεις» έξω από κάθε συμβατική λογική ή διεθνή έννομη τάξη.
Η Τουρκία στις μέρες μας δίνει την εντύπωση ενός ανεξέλεγκτου αρπακτικού που ψάχνει απεγνωσμένα αφορμή να «δαγκώσει» και να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα στο εξωτερικό, την ίδια ώρα που μέσα στην Τουρκία στραγγαλίζεται η δημοκρατία και η χώρα αιμορραγεί από ένα εμφύλιο πόλεμο που απλώνεται σε κάθε της γωνιά. Εάν ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην τρέχουσα καθημερινή επικαιρότητα (Οκτώβριος 2016) δεν θα ξέρουμε αν θα πρέπει να γελάσουμε ή να τρομάξουμε: Προτείνω να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο, γιατί μόνον έτσι μπορούμε να ελπίζουμε πως τα παιδιά μας, θα παλεύουν για τα προβλήματα της χώρας που ονομάζεται και θα ονομάζεται Ελλάδα.
Και ο Ερντογάν, μπορεί στην πραγματικότητα, να μην μίλησε για δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη, όπως εσφαλμένα δημιοσιεύτηκε από το ΑΠΕ, ωστόσο ανέφερε με τον πλέον πομπώδη λόγο και τρόπο, ότι "Τουρκία δεν είναι μόνο η Τουρκία", κάνοντας λόγο για "τα σύνορα της καρδιάς μας".
Ποιο κρυφό σχέδιο ή προσωπική πολιτική ανάγκη μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτήν την επιλογή λέξεων και γιατί επιλέγει αυτή τη χρονική στιγμή, να εκφωνήσει τις εθνικιστικές κορώνες του;
Με δεδομένη την κατάσταση στην τουρκική οικονομία και τον υπό κατάρρευση κρατικό μηχανισμό, μετά τις διώξεις στρατιωτικών, αστυνομικών και δικαστικών λειτουργών, αλλά και έχοντας πλήρη επίγνωση της βαρύτητας της θέσης της Τουρκίας στο προσφυγικό ο Ερντογάν κάνει την κίνησή του, για να εγγράψει διεκδικήσεις για το μέλλον και να προσεγγίσει άπαντες τους εθνικιστές γκρίζους λύκους, την ψήφο των οποίων χρειάζεται, για την πολυπόθητη (για τον ίδιο) αλλαγή του Συντάγματος, που θα του δίνει τις εξουσίες που ήδη ασκεί ως ο απόλυτος "Σουλτάνος".
Τι κρύβεται όμως, πίσω από τις φράσεις "η Τουρκία δεν είναι μόνο η Τουρκία", "Τα σύνορα της καρδιάς μας" και "Η στιγμή που θα παραιτηθούμε από αυτό, θα είναι η στιγμή που θα χάσουμε την ανεξαρτησία μας και το μέλλον μας", που χρησιμοποίησε ο Τούρκος πρόεδρος;
Ό Ερντογάν έχει μία πάγια θέση Νεοθωμανισμού - Πανισλαμισμού. Κατά τον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου και όλους τους ηγέτες του AKP, είναι ουσιαστικά, το δικαίωμα της Τουρκίας να έχει λόγο και ρόλο στα τεκταινόμενα, σε μία γεωγραφική περιοχή που υπερβαίνει κατά πολύ τα δικά της γεωγραφικά σύνορα.
Σε μία περιοχή την οποία ο Ερντογάν προσδιόρισε από τη Βοσνία μέχρι την Κεντρική Ασία και από τη Β.Αφρική, τη Λιβύη έως και τη Μοσούλη, δηλαδή το Ιράκ και τη Συρία. Αυτό είναι ένα δόγμα, βάσει του οποίου, η Τουρκία είναι εγκλωβισμένη σε σύνορα που της επιβλήθηκαν μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά την αποκαθήλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παύει να έχει συμφέροντα και βλέψεις στην περιοχή αυτή.
Αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Και ο Οζάλ, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έλεγε, ότι έπρεπε να δημιουργηθεί ένα τόξο επιρροής της Τουρκίας το οποίο εκτείνεται στα ίδια όρια, που είπε χθες και ο Ερντογάν.
Δεν είχε μιλήσει εκείνος για Ιράκ και Λιβύη, είχε μιλήσει για Αδριατική μέχρι Κεντρική Ασία. Στην πραγματικότητα, όποτε η Τουρκία επιχείρησε, να θέσει εμπράγματες διεκδικήσεις σε σχέση με το οθωμανικό στοιχείο, να παίξει δηλαδή τον ρόλο του προστάτη των σουνιτών μουσουλμάνων ανά τον κόσμο, απέτυχε παταγωδώς. Συνέβη στην Κίνα, συνέβη στην Κριμαία,
Πρώτη φορά ήταν τη δεκαετία του 1990, όταν ο Οζάλ μίλησε για το μουσουλμανικό τόξο, αλλά δεν κατάφερε η Τουρκία να προσεταιριστεί χώρες μουσουλμανικής προέλευσης και τουρκογενή φύλα, παρά το ότι η ΕΣΣΔ είχε τότε καταρρεύσει και η Ρωσία δεν ήταν τότε στα καλύτερά της. Δεν κατάφερε, πριν από λίγα χρόνια, όταν έθεσε το ζήτημα των Ουιγούρων, ενός μουσουλμανικού φύλου στην Κίνα, όταν η Τουρκία κινήθηκε επιθετικά, λέγοντας ότι η Κίνα καταπατά τα δικαιώματά τους. Πολύ γρήγορα αναγκάστηκε, να βάλει φρένο σε αυτό, γιατί είδε ότι θα μπορούσε να πλήξει τις σχέσεις της με την Κίνα.
Το ίδιο συνέβη και στην Κριμαία, όπου η Τουρκία είχε μιλήσει για τα δικαιώματα των Τουρκομάνων, λέγοντας ότι είναι αδέλφια της και δεν θα άφηνε χωρίς στήριξη. Δυόμιση χρόνια μετά, δεν έχει κάνει κάτι για τα συμφέροντά τους, γιατί πολύ απλά η Ρωσία έχει εκεί τον απόλυτο έλεγχο. Οπότε, όλο αυτό είναι ένα δόγμα, το οποίο βρίσκεται στο μυαλό και την καρδιά, όπως λέει ο Ερντογάν, αλλά δεν μπορεί αυτός ο αναθεωρητισμός που προκύπτει εξ αυτού του δόγματος να τεθεί σε εφαρμογή. Γιατί όταν λες ότι η Τουρκία πρέπει να έχει επιρροή πολύ πέραν της επικράτειάς της, εκεί όπου εκτεινόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά το παρελθόν, αυτό πρέπει με κάποιον τρόπο, να τεθεί σε εφαρμογή. Τα σύνορα όμως έχουν καθοριστεί, της Τουρκίας δηλαδή με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Εχθές λοιπόν, ο Ερντογάν έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, σε σχέση με όσα είχε πει δυο εβδομάδες πριν, για τη Συνθήκη της Λωζάνης. Πολλοί έλεγαν τότε, εμείς ευτυχώς δεν το είπαμε, ότι ο Ερντογάν έχει βλέψεις. Οι βλέψεις είναι δεδομένες. Αυτό όμως είναι θέμα εσωτερικής κατανάλωσης, γιατί αυτές οι συνθήκες αλλάζουν ή με πόλεμο ή με συγκατάθεση όλων των εμπλεκόμενων μερών.
Επειδή λοιπόν, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, έκανε ένα βήμα πίσω, λέγοντας "αποδεχόμαστε τα σύνορα, όπως έχουν καθοριστεί, αλλά αυτά είναι τα σύνορα της καρδιάς μας".
Αυτή τη διαφοροποίηση πρέπει κανείς να την εντοπίσει, όχι γιατί σημαίνει, ότι έγινε ξαφνικά μετριοπαθέστερος ο Ερντογάν, αλλά δείχνει μία μικρή μετατόπιση, στη λογική ότι αποδεχόμαστε το status quo.
Στην προηγούμενη δήλωσή του περί Συνθήκης της Λωζάνης και αναθεώρησης, άφηνε ένα παραθυράκι ανοιχτό, ότι μπορεί να αλλάξει το status quo. Αν ήθελε να το αλλάξει, αντί για ενίσχυση της χώρας του, θα άνοιγε το Κουτί της Πανδώρας για τη χώρα του.
Γιατί η Τουρκία δεν έχει σύνορα μόνο με την Ελλάδα, που είναι το εύκολο πεδίο όπως το θεωρούν εκείνοι, αλλά έχει με χώρες που είναι πρόβλημα. Και κυρίως έχει το κουρδικό στοιχείο.
Στις πόσες προσπάθειες, μπορεί να πετύχει; Ή δεν μπορεί;
«Ο Ερντογάν, θέλει κυρίως να στείλει ένα μήνυμα, ότι νομιμοποιείται η τωρινή Τουρκία, ως η φυσική διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να έχει συμφέροντα πολύ πέρα από τα δικά της σύνορα, ότι πρέπει να έχει λόγο και ρόλο που να γίνεται σεβαστός από τις άλλες δυνάμεις είτε της περιοχής, είτε τις ΗΠΑ σε αυτήν την ακτίνα, όπως την προσδιόρισε ο Ερντογάν και ταυτόχρονα κάνει μία έμμεση απειλή, έναν έμμεσο εκβιασμό, ότι επειδή στη Μέση Ανατολή το τελευταίο διάστημα υπάρχει μία ανακίνηση του Κουρδικού και μία ενίσχυση του κουρδικού στοιχείου στη Συρία και επειδή αυτή είναι η Νο1 προτεραιότητα και απειλή ασφαλείας για την Τουρκία, ο έμμεσος εκβιασμός κυρίως προς τους Δυτικούς, είναι, ότι, αν υπάρξουν ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή, οι οποίες δεν θα λάβουν υπόψιν τις τουρκικές ευαίσθητες θέσεις στα τουρκικά ειδικά συμφέροντα, η Άγκυρα είναι σε θέση, να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο αποσταθεροποίησης, σε μία μεγάλη περιοχή, όπως αυτή που περιγράφει ο Ερντογάν», εξηγεί ο καθηγητής Φίλης αναλύοντας τις δηλώσεις Ερντογάν κι εμείς συμφωνούμε απόλυτα.
Ο Ερντογάν κρίνει ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να εγγράψει διεκδικήσεις για το μέλλον, χωρίς αντιδράσεις των Δυτικών.
Γιατί; Ευελπιστεί, μετά από όλη αυτή την διαδικασία, που ξεκινά σε λίγο στην Συρία, όπου εκεί υπάρχει ένας πολύ μεγάλος κίνδυνος ανάφλεξης, να μας πάει στα διεθνή δικαστήρια στηριζόμενος στην συνθήκη του Ελσίνκι που υπογράφηκε το 1999 από τον Σημίτη και το ΠΑΣΟΚ.
Όταν υπογράφηκε η Συνθήκη του Ελσίνκι, όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Το δε ΠΑΣΟΚ φρόντισε να παρουσιάσει την συντριβή που θα ερχόταν στο μέλλον, ως τιτάνια νίκη.
Δεν ευθύνεται όμως μόνο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ - αυτή πρωτοστατεί πάντα στην απόκρυψη και διαστρέβλωση των γεγονότων - αλλά και τα άλλα κόμματα, καθώς και τα κανάλια και τα ραδιόφωνα που ελέγχονται ακόμη σήμερα απ' τους κυβερνητικούς και «αντιπολιτευτικούς» μηχανισμούς.
«Η νίκη της Ελλάδας» (!) στο Ελσίνκι ήταν ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της Τουρκίας, η Χάγη, το Κυπριακό, η δημιουργία ευρωστρατού, η ανάμειξη στην Γιουγκοσλαβία, αλλά και η παραίτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας.
Στο Ελσίνκι συζητήθηκε και ένας μεγάλος αριθμός θεμάτων, που είναι κατά πολύ σοβαρότερα αυτών που έμαθε ο λαός, αυτών που θέλησε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να μάθει... Ένας μεγάλος αριθμός θεμάτων, που η υλοποίησή τους προκάλεσε νέες εγκληματικές αποφάσεις, που ελήφθησαν ερήμην ή σιωπηλώς από την χώρα μας, και φέρουν ανεξίτηλη την υπογραφή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ!
Για ποιο λόγο ο Σημίτης θα έπρεπε να κατηγορηθεί για προδοσία;
Διότι νομιμοποίησε τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο, αναγνωρίζοντας στην Τουρκία να πάει οποιοδήποτε ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο. Το ελληνικό κράτος αναγνώριζε μόνο μια διαφορά στο Αιγαίο: τη ρύθμιση της υφαλοκρηπίδας. Και ζητούσε από την Τουρκία να κάνουν από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο γι' αυτό (και μόνο γι' αυτό) το ζήτημα.
Ολα τα υπόλοιπα («γκρίζες ζώνες», όρια χωρικών υδάτων, στρατιωτικό καθεστώς των ελληνικών νησιών κτλ.), που ήγειρε η Τουρκία, οι έως τότε κυβερνήσεις τα θεωρούσαν αδιαπραγμάτευτα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Ο Σημίτης, υπό την πίεση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που ήθελαν να ξεκινήσουν τις μακρές ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, μετέτρεψε τα αδιαπραγμάτευτα κυριαρχικά δικαιώματα σε διαπραγματεύσιμα, αναγνωρίζοντας στην Τουρκία το δικαίωμα να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο, για όποιο ζήτημα θέλει, και στην Ελλάδα την υποχρέωση να αποδεχτεί την όποια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Τα αδιαπραγμάτευτα Εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα μετατράπηκαν σε διακυβεύματα, ενώπιον, ενός κάθε άλλο παρά ουδέτερου Διεθνούς Δικαστηρίου…
Αλλά για την ώρα, η κύρια ανησυχία μας, πρέπει να είναι ο υπαρκτός κίνδυνος που προέρχεται από την λαθρομετανάστευση!
Και αυτό γιατί, το περιστατικό με το λιντσάρισμα του οδηγού που παρέσυρε δύο μετανάστες αλλά και των ανθρώπων του ΕΚΑΒ από τις φάλαγγες των μεταναστών που έχουν κατακλύσει την χώρα, και τα περιορισμένα ευτυχώς επεισόδια που ακολούθησαν μετά, και που έρχονται να προστεθούν σε μια σειρά από γεγονότα των τελευταίων μηνών, δείχνουν πως από ένα τυχαίο συμβάν, από αυτά που δυστυχώς συμβαίνουν συχνά και καθημερινά, μπορεί να προκληθεί έκρηξη που θα ανατινάξει ολόκληρες κοινωνίες αν όχι ολόκληρες πόλεις, αν όχι όλη την Ελλάδα...
Το απέδειξαν τα γεγονότα στη Λέσβο και στη Χίο, όπου μετά από ψευδείς και προβοκατόρικες πληροφορίες, οι...φιλήσυχοι μετανάστες κόντεψαν να κάψουν ολόκληρα τα νησιά μαζί με τις "δομές" του Μουζάλα...
Και θα πρέπει να ρωτάμε, όσους υποκριτικά ανησυχούν ή όσους αριστερούς πρώϊμους πατριώτες, υψώνουν την αριστερή τους γροθιά και λένε πως δεν ανησυχούν για τις δηλώσεις Ερντογάν, πως είναι έτοιμοι για όλα και άλλα ανόητα:
Τι θα γίνει στην περίπτωση όπου θα σταλεί ένα απλό SMS για να ξεσηκωθούν όπως έγινε στην Μόρια και έκαψαν την περιοχή, ή αν οι μετανάστες συλλογικά καταλάβουν πως έληξε το όνειρο της Γερμανίας, πως εδώ θα μείνουν για πάντα, στην φτωχή Ελλάδα χωρίς επιδόματα και σύντομα χωρίς φαγητό…
Δεν θέλει και πολύ φαντασία...
Σας ευχαριστώ.