Παρασκευή, 7 Δεκεμβρίου 2012
Εσένα που σε κοίταξαν µάνες, που στό 'να χέρι
βαστούσαν βυζανιάρικα και στ' άλλο το µαχαίρι.
Εσέ, που όταν σ' αντίκρυσαν οι γέροι ξανανιώσαν
και µ' άρµατα την µέση τους την κουρασµένη εζώσαν.
Εσέ, ποια ανθρώπινη φωνή µπορεί να ιστορήση
την ξακουσµένη δόξα σου και να την τραγουδήσει;
Εσύ δεν είσαι από πανιού λωρίδα καµωµένη
Εσύ 'σαι από αίµα, από καπνούς κι από φωτιά βγαλµένη.
Εσύ πετούσες σαν αητός πάνω από ηρώων κεφάλια,
κυµάτισες ανίκητη σε πέλαγα κι ακρογιάλια.
Σ' άγριες µάχες άπαρτο το φλάµπουρο σου εστήθη
και πάντα δρόµους σ' άνοιγαν µέσ' των εχθρών τα πλήθη.
Τα χέρια που σε βάσταγαν, τ' αντρειωµένα χέρια,
για να σε στήσουν σε κορφές, σ' απάτητα ληµέρια,
για να σε δουν πολύ ψηλά, ψηλά απ' της γης το χώµα,
τόσο ψηλά, που τ' ουρανού επήρες πια το χρώµα.
Εσένα που σε φίλησε της Λευτεριάς η αύρα
περήφανη πρώτη φορά πάνω στην Άγια Λαύρα
Εσέ που χέρι σ' ύψωσε τρισάγιο και βροντήσαν
όχι φωνές, µα ντουφεκιές όταν σε χαιρετήσαν,
οι ντουφεκιές παλληκαριών που εµπρός σου αντρειωµένα
γονάτισαν κι ορκίστηκαν να πέσουνε για σένα.
περήφανη πρώτη φορά πάνω στην Άγια Λαύρα
Εσέ που χέρι σ' ύψωσε τρισάγιο και βροντήσαν
όχι φωνές, µα ντουφεκιές όταν σε χαιρετήσαν,
οι ντουφεκιές παλληκαριών που εµπρός σου αντρειωµένα
γονάτισαν κι ορκίστηκαν να πέσουνε για σένα.
Εσένα που σε κοίταξαν µάνες, που στό 'να χέρι
βαστούσαν βυζανιάρικα και στ' άλλο το µαχαίρι.
Εσέ, που όταν σ' αντίκρυσαν οι γέροι ξανανιώσαν
και µ' άρµατα την µέση τους την κουρασµένη εζώσαν.
Εσέ, ποια ανθρώπινη φωνή µπορεί να ιστορήση
την ξακουσµένη δόξα σου και να την τραγουδήσει;
Εσύ δεν είσαι από πανιού λωρίδα καµωµένη
Εσύ 'σαι από αίµα, από καπνούς κι από φωτιά βγαλµένη.
Εσύ πετούσες σαν αητός πάνω από ηρώων κεφάλια,
κυµάτισες ανίκητη σε πέλαγα κι ακρογιάλια.
Σ' άγριες µάχες άπαρτο το φλάµπουρο σου εστήθη
και πάντα δρόµους σ' άνοιγαν µέσ' των εχθρών τα πλήθη.
Τα χέρια που σε βάσταγαν, τ' αντρειωµένα χέρια,
για να σε στήσουν σε κορφές, σ' απάτητα ληµέρια,
για να σε δουν πολύ ψηλά, ψηλά απ' της γης το χώµα,
τόσο ψηλά, που τ' ουρανού επήρες πια το χρώµα.
Αγνώστου ποιητή
Το ποίηµα αυτό απηγγέλθη πρώτη φορά από τις µαθήτριες του Κεντρικού
Παρθεναγωγείου ΣΜΥΡΝΗΣ, κατά την κατάληψη (και απελευθέρωση) αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού (02 Μαΐου 1919).
Παρθεναγωγείου ΣΜΥΡΝΗΣ, κατά την κατάληψη (και απελευθέρωση) αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού (02 Μαΐου 1919).