Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Χρυσή Αυγή και παγκοσμιοποίηση

Άρθρο από την εφημερίδα "Χρυσή Αυγή"

Πολιτική οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα σημαίνει να μπορείς να κοιτάς πίσω από το «νέφος» που δημιουργούν οι επικοινωνιακοί-στημένοι καυγάδες ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ και να διαπιστώσεις μια πολύ σημαντική παράμετρο: Ενώ στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης υπάρχει μια περίοδος πολιτικών αναταράξεων-ανακατατάξεων και «διχασμού» απέναντι σε κορυφαία ζητήματα, στην Ελλάδα όλο το πολιτικό φάσμα του «Συνταγματικού τόξου» είναι επί της ουσίας δεμένο στο άρμα της παγκοσμιοποίησης.

Όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου (πλην ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, φυσικά) έχουν πάρει σαφή και ξεκάθαρη θέση εντός της μεγάλης παγκοσμιοποιητικής παράταξης που αντιμάχεται τον «εθνικολαϊκισμό». Ρίχνοντας, πρωτίστως, μια ματιά στην πολιτική ζωή της υπόλοιπης Ευρώπης, αυτό που θα διαπιστώσουμε είναι ότι μέχρι πριν από λίγα χρόνια η φιλελεύθερη κεντροδεξιά και η αριστερή σοσιαλδημοκρατία ήσαν που διαχειρίζονταν την εξουσία, καθώς εναλλάσσονταν αρμονικά σε αυτήν χωρίς εκπλήξεις και «παρατράγουδα». Στις εκλογές συγκέντρωναν μαζί ποσοστά της τάξης του 70-80%, που συμπληρώνονταν συνήθως ως «τσόντα» από 2-3 αριστερά, «πράσινα» ή άλλου είδους συστημικά κόμματα. Τα κόμματα εξουσίας, είτε φιλελεύθερα είτε σοσιαλδημοκρατικά, ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένα με τις εθνοβλαβείς συνταγές της παγκοσμιοποίησης, αποδεχόμενα με θέρμη τόσο τις πολιτικές της Ε.Ε. όσο και την ηγεμονία του «γερμανικού» καπιταλισμού στο εσωτερικό της.
Σήμερα, βεβαίως, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται μεταξύ φθοράς και εξαφάνισης στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ η φιλελεύθερη δεξιά αιμορραγεί συνεχώς εκλογικά προς όφελος Εθνικιστικών και Πατριωτικών σχημάτων. Η χθεσινή πολιτική γεωγραφία έχει ανατιναχθεί, αλλού από εκλογικές ανατροπές (Ιταλία), αλλού από την ανάδειξη λαοφιλών ηγετών (Ουγγαρία) και αλλού από νέους διαχωρισμούς (Μεγάλη Βρετανία). Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μόνο οι δαιδαλώδεις κανόνες του ιδιόμορφου κομματικού και εκλογικού συστήματος είναι που μπορούν να διατηρούν στην κυριαρχία το κέλυφος του δικομματισμού. Στην πραγματικότητα, όμως και παρά τις αμφίδρομες ταλαντεύσεις του φαινομένου που ονομάζεται Ντόναλντ Τραμπ, το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει με νέες διαχωριστικές γραμμές να το διατρέχουν οριζόντια πέρα από το γνώριμο δίπολο Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικάνων.
Στην Χώρα μας τα πράγματα είναι, αναμφίβολα, αρκετά διαφορετικά. Όχι μόνο ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα του «Συνταγματικού τόξου», διαμορφώνουν ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο, το οποίο πρόσκειται στην ευρεία παράταξη του εθνομηδενισμού, στην λογική της κυριαρχίας των «αγορών» και αντιμάχονται τον «λαϊκισμό». Μπορεί ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ να εκτοξεύουν αλληλοκατηγορίες, αλλά τα αποτελέσματα της έντασης που πυροδοτούν, είναι παντελώς διαφορετικά από τις υπαρκτές και μεγάλες αντιπαραθέσεις που «παίζονται» στις ημέρες που διανύουμε. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε, παρόλο που διανύουμε την… «μεταμνημονιακή» (κατά ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) περίοδο, ότι ήταν 70% το ποσοστό των βουλευτών (222 στους 300) οι οποίοι υπερψήφισαν το τρίτο (και χειρότερο, μέχρι στιγμής) Μνημόνιο, δείχνοντας ένα (αηδιαστικό) δείγμα της υποτελούς ομοφωνίας στις κοινωνικές και οικονομικές συνταγές εξαθλίωσης που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Δείγμα πολύ πιο ειλικρινές από τις «συγκρούσεις» που σήμερα σκηνοθετούνται για να συσπειρώσουν μέσα από το (δήθεν) αντιτιθέμενο σχήμα «αριστερά-δεξιά» τα κομματικά ακροατήριά τους. Μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να δηλώνει ότι «θα νικήσω τον λαϊκισμό στην χώρα που γεννήθηκε», γνωρίζει όμως κι αυτός ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται περί αυτού.
Αυτό που (και) ο νυν επικεφαλής της ΝΔ χαρακτηρίζει ως «λαϊκισμό» (γνωστός και ως «εθνικολαϊκισμός) ήταν που απείλησε την πολύχρονη συστημική σταθερότητα στην Ελλάδα, ιδίως την περίοδο 2010-2014, αλλά η άνοδος και εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ήταν διαδικασία όχι δικαίωσης του λαϊκισμού, αλλά απορρόφησης και διαστρέβλωσής του. Όταν, βεβαίως, αναφερόμαστε στον λαϊκισμό, από την δική μας σκοπιά, δεν τον λογίζουμε με την έννοια των απατηλών υποσχέσεων, του γλοιώδους καλοπιάσματος των ψηφοφόρων και της χειραγώγησής τους, αλλά στην διαμόρφωση ενός σκεπτόμενου πόλου λαϊκής αμφισβήτησης των κυρίαρχων εθνοκτόνων και αντιλαϊκών πολιτικών. Με ένα εγχώριο πολιτικό σύστημα ανέκαθεν ξενόδουλο, το οποίο έμαθε να λειτουργεί μόνο «κατόπιν παραγγελίας» από τους κατά καιρούς εντολείς τους, δεν είναι καθόλου παράξενο ότι στην μνημονιακή εποχή της κοινής υποδούλωσης και της οικονομικής εκμετάλλευσης της Ελλάδας, οι εγχώριες οικονομικοπολιτικές «ελίτ» δεν βλέπουν σε καμία περίπτωση τον εαυτό τους έξω από έναν ρόλο υπηρετικό προς τους πάτρωνές τους, δηλαδή την Γερμανία και τις ΗΠΑ.
Το υπηρετικό πολιτικό προσωπικό του «Συνταγματικού τόξου» δεν αναπτύσσει καμία ουσιαστική αντιπαράθεση για την ευοίωνη προοπτική της Πατρίδας και του Λαού. Οι πολιτικές «κόντρες» τους αφορούν μια σειρά από δευτερεύοντα θέματα, κανείς όμως δεν διανοείται να θέσει σε αμφισβήτηση ούτε το διεθνές πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, ούτε την θέση της Ελλάδας απέναντι στην διαδικασία αυτή. Η πολιτική θέση της εγχώριας «ελίτ» στηρίζεται στην γνωστή θεωρία της «ψωροκώσταινας» και των μοντέρνων παραλλαγών της, με τον πυρήνα της να έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς την άποψη ότι η Ελλάδα «δεν μπορεί μόνη της» και γι’ αυτό «πρέπει» να κουρνιάζει μονίμως στις φτερούγες των «ισχυρών». Η ηττοπαθής αυτή ιδέα δεν είναι βεβαίως άτρωτη, όσο και αν ένας διαφορετικός δρόμος Ανυπακοής και Αντίστασης να φαίνεται σήμερα δύσβατος και ομιχλώδης. Ισοδυναμεί, όμως, με αυτοκτονία το να καταλήξουμε ότι δεν υφίσταται.
Η ανίχνευση αυτού του δρόμου προϋποθέτει την συγκέντρωση της πολιτικής ισχύος γύρω από ένα Εθνικό Λαϊκό Κίνημα, το οποίο θα ξεριζώσει τα στοιχεία ραγιαδισμού που ύπουλα επιχειρούνται να εμφυσηθούν στον Ελληνικό Λαό. Το Κίνημα των Ελλήνων Εθνικιστών, την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ! ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ