Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

13 Δεκεμβρίου 1803: Η θυσία στο Κούγκι - Το μεγαλείο της αδούλωτης ελληνικής ψυχής

Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο -
και στάζ' απ'τή λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ' του Θεού το γαίμα...

Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος -
λάμπει στα γνέφ' η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι!


Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο, και τι καπνό λιβάνι!..

Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο
κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα,
σα σύγνεφο κατάμαυρο κ' εθόλωσε τον ήλιο.

Κ' ενώ τ' ανέβαζ' ο καπνός, κ' ενώ το συνεπαίρνη,
το ράσο πάντ' αρμένιζε κ' εδιάβαινε σά Χάρος.

κ' εκείθεν οπού διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος,
σαν νάταν μυστική φωτιά ερρόγισε το λόγγο.

Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, έλιές, μυρτούλες,
ελπίδες, νίκες και σφαγές - χαρές κ' ελευθερία.

Υπάρχουν στιγμές μέσα στο διάβα του χρόνου, στιγμές μέσα στην Ελληνική ιστορία, που κάνουν το μυαλό του απλού ανθρώπου να σταματήσει και τελείως ακούσια να χαμηλώσει το βλέμμα, αναλογιζόμενος  πόσο μικροί είμαστε όλοι, συγκρινόμενοι με ήρωες προγόνους. Η ρήση του ύμνου μας όμως , "…τρανών αγωνιστών παιδιά …", θυμίζει σε όλους  την υποχρέωση που έχουμε σε αυτούς  τους ήρωες, να τιμούμε τις ανυπέρβλητες θυσίες τους και τις απαράμιλλες πράξεις τους, στους δύσκολους και χαλεπούς καιρούς που όλοι γνωρίζουμε σήμερα.

Τέλη του 18ου αιώνα…Ενας αιμοδιψής τύραννος , πανούργος και με κακούργα ένστικτα έχει κυριαρχήσει στο πασαλίκι της Ηπείρου και νέμεται όλη την ευρύτερη περιοχή  . Ο Τουρκαλβανός  Αλή-πασας των Ιωαννίνων, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, κάθε πανουργία, κάθε απίστευτης σκληρότητας βασανιστήριο έχει κατορθώσει να επιβάλλει τη θέληση του σε όλη την γεωγραφική περιοχή της  Ηπείρου και όχι μόνο…Χρησιμοποιεί  τα πιο απίστευτα βασανιστήρια , που περιγράφονται από πολλούς αυτόπτες της εποχής, ιδιαίτερα  ξένους περιηγητές που έγιναν μάρτυρες απίστευτων βασανιστικών θανατώσεων στην επικράτεια του κακούργου. Συνήθη θύματα , όσοι εναντιωνόταν στη θέληση του Αλή να τους αφαιμάξει οικονομικά, ηθικά, περιουσιακά ..

Οι θανατώσεις δια τεμαχισμού, ανασκολοπισμού, συντριβής των αρθρώσεων με τσεκούρι, ψησίματος σε θράκα η δια της μεθόδου του οβελισμού, ήταν καθημερινά φαινόμενα  στην αυλή του Αλή –πασα ..Φόβος και τρόμος σκίαζε τα πάντα …Οι μόνοι που δεν έσκυψαν ποτέ κεφάλι  όμως, οι μόνοι που είχαν την θέληση και την δύναμη να τσακίζουν τα θέλω του αιματοστάλακτου  τυράννου, ήταν οι Σουλιώτες, οι ηρωικοί ορεσίβιοι άνδρες και γυναίκες που ζούσαν σαν αετοί, γαντζωμένοι στις αετοφωλιές και στα κατσάβραχα του ΣΟΥΛΙΟΥ…Οργανωμένοι σε οικογενειακές φατρίες, μαθημένοι από μικροί στην τέλεια χρήση των όπλων, λιτοδίαιτοι, θύμιζαν εξαιρετικά τους αρχαίους Σπαρτιάτες. Αψηφούσαν επιδεικτικά τον τύραννο της Ηπείρου και δεν έχαναν ευκαιρία να ρεζιλεύουν τους Τουρκαλβανούς στρατιώτες του…Οι πόλεμοι του 1791 και του 1792, δεν απέδωσαν απολύτως τίποτα στον Αλή, εκτός από εκατοντάδες σκοτωμένους άνδρες του..


Ο πόλεμος όμως του 1801-1803 , είναι εντελώς διαφορετικός….Ο Αλή-πασας, μετά από ασφυκτική πολιορκία και προδοσία , έχει περισφίξει θανατερά το Σούλι…Οι τροφές είναι εξαφανισμένες και το καθαρό νερό ελάχιστο…Η βρεφική θνησιμότητα θερίζει…Οι ενήλικες  που κρατούν τα ντουφέκια τρέφονται με τρωκτικά και αγριόχορτα !!  Ο κίνδυνος να αφανιστεί η περήφανη ράτσα  είναι οφθαλμοφανής σε όλους πια… Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις  με τον κακούργο, λαμβάνεται η απόφαση να γίνει έξοδος των πολεμιστών και των γυναικόπαιδων σε τρία εκστρατευτικά σώματα  και προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι διαβεβαιώσεις του πασά, δεν είναι ικανές να πείσουν τους Σουλιώτες οι οποίοι  γνωρίζουν ότι ο λόγος του, ελάχιστη  σχέση με την έννοια της μπέσας έχει..

Τα τρία σώματα ενόπλων και αμάχων , ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα την έξοδο τους…Άμεσα ταυτόχρονη ήταν και η καταπάτηση της συμφωνίας περί μη επίθεσης από τον αχρείο Αλή..Χιλιάδες λυσσασμένοι Τουρκαλαβανοί επιτίθενται από όλες τις κατευθύνσεις στις τρεις φάλαγγες που επιχειρούν την έξοδο από το αιματοβαμμένο Σούλι. Το πρώτο, με επιτυχημένη άμυνα, έφτασε στην Πάργα. Το δεύτερο, περικυκλώθηκε στο Ζάλογγο, νοτιοανατολικά του Σουλίου. Για να μη γίνουν σκλάβες, 60 περίπου Σουλιώτισσες έριξαν πρώτα τα παιδιά τους στο γκρεμό και μετά έπεσαν κι αυτές.
Υπέρτατη θυσία, η οποία στην σημερινή μας εποχή λοιδορείται και αμφισβητείται από την ανθελληνική πέννα και τον δηλητηριώδη λόγο μιας κατ' όνομα Ελληνίδας που μιλάει για συνωστισμούς στην παραλία της Σμύρνης…

Τελικά, σώθηκαν γύρω στους 250, που 'φτασαν στην Πάργα. Το τρίτο τμήμα, αποκλείστηκε στο Μοναστήρι του Σέλτσου, στην όχθη του Αχελώου, στο νομό Άρτας. Τρεις περίπου μήνες άντεξαν και αναγκάστηκαν, τελικά, στις 20 Απρίλη του 1804, να επιχειρήσουν να διαφύγουν. Λίγες γυναίκες και παιδιά (ανάμεσά τους και ο Μάρκος Μπότσαρης, 13 χρονών τότε) γλίτωσαν.


Πίσω στο Σούλι, είχε μείνει ο καλόγερος Σαμουήλ και πέντε ακόμη Σουλιώτες (γέροι και βαριά τραυματίες), για να παραδώσουν τη μπαρουταποθήκη, που ήταν μέσα στην Εκκλησιά της Αγίας Παρασκευής. Μετά θα φεύγανε για Πάργα. Όπως αναφέρει ο Περραιβός, κατά το τέλος της παράδοσης, ένας Τουρκαλβανός είπε στον Σαμουήλ: "πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;". Και ο Σαμουήλ του απάντησε: "Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης, να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου...". Τότε άπλωσε το χέρι με τα λιανοκέρια αναμμένα, έβαλε φωτιά στο χυμένο από τα βαρέλια μπαρούτι και ανατινάχτηκαν όλοι στον αέρα.
Το παράδειγμα του ρασοφόρου Εθνεγέρτη, έγινε φάρος φωτεινός  που φούντωσε την θέληση του Έθνους να αποκτήσει την Ελευθερία του..Έδειξε σε όλους ότι οι συμφωνίες με δόλιους  και κακούργους , καμμία αξία δεν έχουν… Στην απειλή των βασανιστηρίων στα οποία θα τον επέβαλλε ο αιμοσταγής κακούργος απάντησε με φωτιά, που έστειλε κατευθείαν στην κόλαση τους εχθρούς του και αυτόν στο Πάνθεον των ηρώων….Και σήμερα , που  ο  Ελληνικός λαός πληρώνει με πείνα , ανεργία , ανέχεια, αυτοκτονίες , αναξιοπρέπεια τις απατηλές υποσχέσεις των σύγχρονων Τουρκαλβανών, είναι η κατάλληλη εποχή για να ψάξει βαθειά μέσα στην ψυχή του, να βρει την σβησμένη δάδα του καλόγερου Σαμουήλ και να λαμπαδιάσει τις θανατερές οικονομικές συμφωνίες που τον αποδεκατίζουν, και  κάθε μέρα ξεπουλάνε την περηφάνια της πατρίδας μας, σε τιμές ευκαιρίας για τους Σάυλωκ της Ευρώπης…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠ.
T.O. Βορείων Προαστίων

Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

ο Σαμουήλ στο Κούγκι

Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σου ‘μειναν κ’ εκείνοι λαβωμένοι!
Κι είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ’ έχουνε ζωσμένον!
Έλα να δώσεις τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσεις,
κι αφέντης ο Βελή Πασάς δεσπότη θα σε κάμει!
Έτσι ψηλά απ’ το βουνό φωνάζει ο Πήλιος Γούσης.
Κλεισμένος μες στην εκκλησιά βρίσκετ’ ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.

Χωρίς ψαλμούς και θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου.
Βουβοί, δεν ανασαίνουνε, και βλέπεις κάπου-κάπου
όπου ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του.
Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους,
σπαθιά που τόσο εδούλεψαν για το γλυκό τους Σούλι!

Δε φαίνετ’ ο καλόγερος, μόνος του στ’ άγιο Βήμα
προσεύχετο κ’ετοίμαζε τη μυστική θυσία.
Σφιχτά-σφιχτά στα χέρια του εβάστα το Ποτήρι
και μύρια λογι’ απόκρυφα έλεγε του Θεού του.
Τα μάτια κατακόκκινα απ’ τες πολλές αγρύπνιες
εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα.
Τι θάλασσα, που κύματα έχει κρυφές ελπίδες!
Σιγάτε βρόντοι τουφεκιών, πάψτε φωνές πολέμου,
Κι ο Σαμουήλ την ύστερη την κοινωνιά θα πάρει!
Κ’ εκεί που κοίταζ’ ο παπάς τη Σάρκα τού Θεού του,
εκύλησ’ απ’ τα μάτια του στου ποτηριού τα σπλάχνα
σαν τη δροσούλα διάφανο κρυφά-κρυφά ένα δάκρυ.

- Θεέ μου και πατέρα μου, θαμμένος εδώ μέσα
εδίψασα… Χωρίς νερό η θεία κοινωνιά σου
θα έμεν’ ατελείωτη… Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αυτό το μαύρο δάκρυ μου, μη το καταφρονέσεις.
αμόλυντο και καθαρό βγαίν’ απ’ τα φυλλοκάρδια.
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, άλλο νερό δεν έχω.

Ήτανε ήλιος κ’ έλαμψε το ιερό το σκεύος.
Το αίμα εζεστάθηκε, άχνισε, ζωντανεύει.
Αναγαλλιάζει ο Σαμουήλ που είδε τη Θεία Χάρη
και τρέμοντας αγκάλιασε το θεϊκό ποτήρι
και το ‘σφιξε στα χείλη του κι άκουσε που χτυπούσε
σαν νάτανε λαχταριστή καρδιά, ζωή γιομάτη.

Ανοίγ’ η Πύλη του Ιερού, σκύφτουν τα παλικάρια.
τ’ ανδρειωμένα μέτωπα το μάρμαρο χτυπάνε
και καρτερούν ακίνητα του γέροντα τα λόγια.
Επρόβαλ’ ο καλόγερος. Το πρόσωπό του φέγγει
σα χιονισμένη κορυφή στου φεγγαριού τη λάμψη.
Στα λαβωμένα χέρια του βαστούσ’ ένα βαρέλι
που ‘κλειε μέσα θάνατο, φωτιά κι απελπισία.

Εκείνο μόνο το ‘μεινε, εκείνο μόνο φθάνει!
Εμπρός στην Πύλη του Ιερού μονάχος του το στένει
και τρεις φορές το βλόγησε και τρεις φορές το φχέται.
Σαν να ‘ταν ΄Αγια Τράπεζα, σαν να ‘ταν Αρτοφόρι
επίθωσ’ ο καλόγηρος επάνω το ποτήρι,
και σιωπηλός κι ατάραχος άναψε θειαφοκέρι…
Τα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά την πλάκα,
εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει
κι οι πέντε τον εκοίταζαν βουβοί μέσα στα μάτια:

Η δέησις

- Πατέρα μου, σ’εδούλεψα
πιστά σαράντα χρόνια,
και τώρα στά γεράματα
μου δίνεις κατηφρόνια!
Το θέλημά σου ας γενεί!
Λυπήσου μας, σπλαχνίσου
και πάψε την οργή σου!
Σ’ εσένα, σαν ορφάνεψα,
έδωκα την ψυχή μου,
το Σούλι μου τ’ αγκάλιασα
στον κόσμο για παιδί μου.
Τώρα το Σούλι τόχασα…
Ήλθ’ η στερνή μου μέρα,
θάλθω σ’ εσέ, Πατέρα…

Μέτρησε πόσοι εμείναμε!
Οι άλλοι πεθαμένοι
μες στα λαγκάδια σέρνονται
νεκροί και λαβωμένοι!
άταφ’ αμοιρολόητα
σέπονται τα κουφάρια
στου λόγγου τα χορτάρια.
Όρνια και λύκοι εχόρτασαν
τα μαύρα κρέατα μας.
Συγχώρεσε, συγχώρεσε,
Πλάστη, τα κρίματά μας!
Και τώρα που θα να ‘λθωμε
κ’ ημείς στην αγκαλιά σου,
δέξου μας σαν παιδιά σου!

Και κοίταξε τα χέρια μας
τώρα σ’ εσέ σκωμένα
πώς είν’ από το άπιστο
το αίμα λερωμένα,
κ’ ευχαριστήσου, Πλάστη μου,
και πες: «Ευλογημένοι,
πιστοί μου ανδρειωμένοι!»
Τώρα το Σούλι απέθανε.
δεν έμειν’ ένα χέρι
που να μπορεί στα δάχτυλα
να σφίξη το μαχαίρι…
Πατέρα παντοδύναμε,
γενού σ’ εμάς πατρίδα,
άλλη δεν έχω ελπίδα.

Εκεί ψηλά στο θρόνο σου,
στην τόση βασιλεία,
δώσε σ’ εμάς τους δύστυχους
μικρή μια κατοικία,
να μοιάζει με το Σούλι μας
και δώσε μου ένα βράχο
κ’ εκεί το Κούγκι να ‘χω.
Χώμα στο Σούλι ελεύθερο
για να ταφώ δε μένει.
ελέησον με, Πλάστη μου,
συγχώρεσε να γένη
το Κούγκι μου η εκκλησιά,
το Ιερό σου Βήμα
του Σαμουήλ το μνήμα.

Εδώ ποδάρι άπιστο
ποτέ δε θα τολμήσει
(ποτέ! το είπα, τ’ όρκισα)
το Κούγκι να πατήσει.
Μαζί μου παίρνω τα κλειδιά,
Πλάστη μου, δεν τ’ αφήνω,
ούτε σ’ εσέ τα δίνω!
Εκεί ψηλά στον ουρανό
να τα φορεί στη μέση
ο Σαμουήλ ο δούλος σου
θα σε παρακαλέσει…
Πατέρα μου, μη πειραχθείς,
κάμε μου αυτή τη χάρη:
άλλος να μη τα πάρει!

Και τώρα-τώρα π’ άκουσες
τον πόνο, τον καημό μας,
δέξου μας και αφήσομε
το Σούλι το γλυκό μας…
Το Σούλι (αχ! πως το ‘χασα!)
ψυχή μου, μη δακρύσεις,
ειν’ ώρα να τ’ αφήσεις!

Κι απλώνοντας τα χέρια του
στους πέντε του συντρόφους:
Θεέ μου, πολυέλεε,
τώρα που θα ν’ αφήσω
τον κόσμο και στον ίσκιο σου
θάλθ’ ο φτωχός να ζήσω,
μια χάρη θέλω, Πλάστη μου:
τα πέντε τα παιδιά μου
να τάχω συντροφιά μου!
Τ’ ανάθρεψα στον κόρφο μου,
για ειδέ τα, τα καημένα,
άλλονε δεν αγάπησαν
παρά εσέ κ’ εμένα.
Παιδιά μου, μη δειλιάζετε,
να ‘χετε την ευχή μου,
Θα ζήσετε μαζί μου!

Σταλαματιά-σταλαματιά τα δάκρυά τους πέφτουν
κι η πλάκα που τα δέχεται ραγίζεται και τρίζει.
Παράπονο τους έπιασεν, όχι θανάτου φόβος,
και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις το ‘να του το χέρι
το ιερό ποτήρι του και στ’ άλλο τη λαβίδα,
αρχίνησε την κοινωνιά του Πλάστη να μεράζει…
Ο πρώτος εμετάλαβε – μεταλαβαίνει κι άλλος,
την έδωσε στον τρίτονε – κι ο τέταρτος την παίρνει,
και φθάνει ως τον ύστερο και του τηνε προσφέρει.

Κι εκεί που έψαλλ’ ο παπάς με τη γλυκιά φωνή του
του δείπνου σου του μυστικού: “σήμερον Υιέ Θεού…”
φωνές ακούονται, χτυπιές, αλαλαγμός, αντάρα.
Πλακώσανε οι άπιστοι: “καλόγερε, τι κάνεις;”
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο,
και σταζ’ απ’ τη λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ’ του Θεού το αίμα…
Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος,
λάμπει στα γνέφ’ η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι!
Τι φοβερή κεροδοσά πόλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο και τι καπνό λιβάνι!

Ανέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο
κι απλώθηκε κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα,
σα σύννεφο κατάμαυρο κ’ εθόλωσε τον ήλιο.
Κι ενώ τ’ ανέβαζ’ ο καπνός κι ενώ το συνεπαίρνει,
το ράσο παντ’ αρμένιζε κ’ εδιάβαινε σα Χάρος.
κ’ εκείθεν οπού διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος,
σαν να ‘ταν μυστική φωτιά ερόγισε το λόγγο.
Και με τες πρώτες αστραπές και με τα πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, ελιές, μυρτούλες,
ελπίδες, νίκες και σφαγές – χαρές κ’ ελευθερία!