Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Η ψήφιση του πρώτου Ελληνικού Συντάγματος την 1η Ιανουαρίου 1822

Η Α’ Εθνική Συνέλευση συνήλθε στις 20 Δεκεμβρίου του 1822 στο χωριό Πιάδα, κοντά στην αρχαία Επίδαυρο, με πρόεδρο τον Αλ. Μαυροκορδάτο. Την Εθνοσυνέλευση αποτελούσαν 59 «παραστάτες» από τις περιοχές της χώρας που είχαν ως τότε απελευθερωθεί. Συγκεκριμένα, 10 από αυτούς προέρχονταν από την Πελοπόννησο, 27 από την Ανατολική και 8 από τη Δυτική Στερεά Ελλάδα, 13 προέρχονταν από την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, ένας από την Κάσο, ενώ υπήρχε και ένας Αλβανός σύμμαχος.
Η Α’ Εθνοσυνέλευση συνήλθε κάτω από κλίμα μεγάλου ενθουσιασμού, ως «η πρώτη ελευθέρα Συνέλευσις των Ελλήνων ως Έθνους μετά είκοσι δύο αιώνας». Τα μέλη της θεωρήθηκαν νόμιμοι εκπρόσωποι του λαού μολονότι δεν είχαν εκλεγεί κατά ενιαίο τρόπο, μιας και εκλογικός νόμος δεν είχε μέχρι τότε καταρτιστεί. Αναφορικά με τη σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης, αξιοσημείωτη είναι η υπερεκπροσώπηση του αριστοκρατικού στοιχείου (προεστοί) και η παντελής σχεδόν απουσία του στρατιωτικού. Απόντες, μεταξύ άλλων, ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Ο. Ανδρούτσος και ο Δ. Υψηλάντης.
Ο τελευταίος μάλιστα είχε επιμόνως επιχειρήσει να συγκληθεί Εθνοσυνέλευση στην Τρίπολη, εγχείρημα που όμως εξουδετερώθηκε από τους δημογέροντες. Σε προκήρυξή του τον Οκτώβρη του 1821, ο Δ. Υψηλάντης, ο οποίος πίστευε πως το Σύνταγμα δεν είχε «πανελλήνια εμβέλεια», αλλά ψηφίστηκε προς προάσπιση των «δικαιωμάτων του λαού» από τους πρόκριτους της Πελοποννήσου, έγραφε: «...Ήλθον να διεκδικήσω τα δίκαιά σας, την τιμήν, την ζωήν, την περιουσίαν σας, ήλθον να σας δώσω νόμους δικαίου, δικαστήρια αμερόληπτα... Καιρός είναι να παύση πλέον η τυραννία όχι μόνον των Τούρκων, αλλά και η τυραννία των ατόμων εκείνων, τα οποία, συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να καταπιέζουν τον λαόν...»
Την 1η Ιανουαρίον 1822 η Α’ Εθνική Συνέλευση ψήφισε: (α) Τη Διακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας και (β) Το Σύνταγμα της Επιδαύρου, το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος».
Η Διακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως προοίμιο και των τριών Συνταγμάτων της Επανάστασης, έλεγε: «...Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν, συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Στη Διακήρυξη αυτή διατυπώνεται επιγραμματικά το όραμα ίδρυσης ενός κράτους- έθνους με δημοκρατικούς-αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, η επιθυμία συγκρότησης μιας ενιαίας κοινότητας, την οποία θα έδενε σε μια ενότητα η ελληνική γλώσσα και η κοινή ιστορική παράδοση. Επιπλέον, οι συντάκτες της Διακήρυξης της Εθνικής Ανεξαρτησίας επιζητούσαν να αναγνωριστούν ως πολιτεία που την κυβερνούσαν εκλεγμένοι, «νόμιμοι» αντιπρόσωποι, αίτημα το οποίο σαφώς μπορεί να συνδυαστεί με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης.
Το Σύνταγμα της Επιδαύρου αποτελεί το πρώτο Σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδας. Επίσημα ονομάστηκε «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Η ονομασία αυτή εύκολα κατανοείται, αν λάβει κανείς υπόψη την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο εκείνη στην Ευρώπη. Ειδικότερα, οι μονάρχες της Ευρώπης, προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική γαλήνη και να καταπολεμηθούν κινήματα-μιάσματα, όπως ο γιακωβινισμός και ο καρμποναρισμός, συγκρότησαν το 1815 την «Ιερή Συμμαχία». Αυτή ως στόχο είχε την κατάπνιξη με ένοπλη επέμβαση κάθε φιλελεύθερου κινήματος, οπουδήποτε και αν αυτό εκδηλωνόταν. Έτσι, το πολίτευμα της Επιδαύρου, ως δημοκρατικό, ονομάστηκε «Προσωρινόν», για να αμβλύνει, τη δυσμενή εντύπωση, τη δυσπιστία και τη μήνη των ευρωπαϊκών αυλών.
Στη σύνταξη του Συντάγματος της Επιδαύρου συμμετείχε αποφασιστικά όχι μόνον ο πρόεδρος της Α' Εθνοσυνέλευσης, Αλ. Μαυροκορδάτος, αλλά και ο Θ. Νέγρης και ο Ιταλός φιλέλληνας Β. Γκαλλίνα. Το Σύνταγμα αυτό αποτελούνταν από πέντε (5) τίτλους, που υποδιαιρούνται σε τμήματα και τα τμήματα σε παραγράφους. Στο τέλος περιλαμβάνονταν γενικές διατάξεις με τον τίτλο «Παραρτήματα».
Κατά το Σύνταγμα της Επιδαύρου, η «Διοίκησις» (νομοθετική και εκτελεστική εξουσία) ασκείται από το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό σώμα.
Το Βουλευτικό ήταν σώμα διαρκές, που το συγκροτούσαν πληρεξούσιοι με ετήσια θητεία από διάφορα μέρη της Ελλάδας, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο. Ο νόμος αυτός, που ψηφίστηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1822, όριζε ότι οι βουλευτές εκλέγονται άμεσα, ενώ δεν όριζε ρητά αν η ψηφοφορία θα ήταν μυστική. Το Βουλευτικό σώμα είχε αρμοδιότητες ανάλογες με εκείνες των νομοθετικών σωμάτων. Ψήφιζε τους νόμους, που όμως δεν είχαν καμία ισχύ χωρίς την «επικύρωση» του Εκτελεστικού έδινε τη συγκατάθεσή του για την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης και είχε το δικαίωμα να κατηγορεί και να κηρύττει, με αυξημένη πλειοψηφία, «έκπτωτους» τόσο τους Υπουργούς όσο και τα μέλη του Εκτελεστικού . Αξιοσημείωτη μάλιστα θεωρείται η προβλεπόμενη ποινική ευθύνη των υπουργών . Επιπροσθέτως, το Βουλευτικό σώμα ενέκρινε τον απολογισμό και προϋπολογισμό του κράτους, έλεγχε τους στρατιωτικούς προβιβασμούς που αποφάσιζε το Εκτελεστικό και είχε πλήθος άλλων αρμοδιοτήτων.
Το Εκτελεστικό σώμα (ανάλογη μορφή του γαλλικού «διευθυντηρίου») αποτελούσαν πέντε (5) μέλη «εκλεγομένων εκτός των μελών του Βουλευτικού, υπό Συνελεύσεως επίτηδες αθροιζομένης...». Το αιρετό και με ετήσια θητεία Εκτελεστικό είχε αρμοδιότητες ανάλογες με εκείνες του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας. Πρόεδρός του εξελέγη ο Αλ. Μαυροκορδάτος. Μεταξύ άλλων, το Εκτελεστικό «εκτελεί τους νόμους δια των διαφόρων υπουργών του» , είχε την αρμοδιότητα να διευθύνει όλες τις δυνάμεις της ξηράς και της θάλασσας ,διόριζε τους οκτώ (8) υπουργούς των διαφόρων κλάδων της Διοίκησης, καθώς και τους πρέσβεις και όλους τους διπλωματικούς υπουργούς . Στο Εκτελεστικό σώμα αναγνωριζόταν και δικαίωμα αρνησικυρίας , το οποίο ως κατάληξη είχε «να πίπτη ο νόμος εις εκείνην την περίστασιν».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ κατά τη 10η παράγραφο Βουλευτικό και Εκτελεστικό «ισοσταθμίζονται» λόγω της αναγκαιότητας ύπαρξης «αμοιβαίας συνδρομής» τους για την «κατασκευή» των νόμων, στην πραγματικότητα μπορεί να συναχθεί σχετική υπεροχή του Βουλευτικού από τη διάταξη που του παρείχε το δικαίωμα να κατηγορεί και να κηρύττει «έκπτωτους», με αυξημένη πλειοψηφία, τόσο τους υπουργούς όσο και τα ίδια τα μέλη του Εκτελεστικού.
Το Δικαστικόν οριζόταν ως «ανεξάρτητον» από το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό σώμα (§πζ' Σ. Επιδ.), χωρίς ωστόσο να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του αυτή με κατάλληλες ρυθμίσεις. Το Δικαστικό αποτελούνταν από έντεκα (11) μέλη, τα οποία εκλέγονταν από τη Διοίκηση , ενώ τη δικαιοσύνη απένειμαν τα «Κριτήρια».
Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου αναφέρεται ρητά ο «πρωθυπουργός», ο οποίος αποκαλείται «Αρχιγραμματεύς της Επικρατείας». Ονομάζεται πρώτος μεταξύ των υπουργών. Στις σπουδαιότερες αρμοδιότητές του συγκαταλέγεται η επιστασία των εξωτερικών.
Επιπλέον, με το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» καθιερωνόταν η δημοκρατική αρχή καθώς και η αρχή της ισότητας («Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες, και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων» , «Όλοι οι Έλληνες, εις όλα τα αξιώματα και τιμάς έχουν το αυτό δικαίωμα· δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου» , «Όλοι οι Έλληνες εισίν όμοιοι ενώπιον των νόμων άνευ τινός εξαιρέσεως ή βαθμού ή κλάσεως ή αξιώματος» ). Ακόμη, διασφάλιζε (υποτυπωδώς βέβαια) ορισμένα ατομικά δικαιώματα, όπως η ιδιοκτησία, η ασφάλεια και η τιμή , η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης κ.ά. Παράλληλα, συμπεριλαμβανόταν και η «διαπαντός» κατάργηση των βασανιστηρίων και της ποινής της δήμευσης.
Το Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν προέβλεπε ασφαλώς το άγνωστο - στα συνταγματικά κείμενα της εποχής του - κοινοβουλευτικό σύστημα, ενώ και η συνταγματικοπολιτική δομή του πολιτειακού σχήματός του δε μπορεί να ταυτιστεί με εκείνη των μετά το 1844 ελληνικών Συνταγμάτων. Υπάρχουν εντούτοις κοινές βασικές αναλογίες, που επιτρέπουν τη «συνταγματική παρομοίωση» της τότε και της σύγχρονης συνταγματικής ρύθμισης. Η εφαρμογή του «προσωρινού» Πολιτεύματος της Ελλάδας επετεύχθη μονομερώς, κυρίως λόγω της διαμάχης πολιτικών και στρατιωτικών, αλλά και εξαιτίας του ίδιου του Αγώνα.
Παρ' όλα αυτά, η ψήφιση του Συντάγματος αυτού σηματοδότησε μια σημαντική κατάκτηση στην ιστορική διαδρομή του δημοκρατικού αιτήματος. «Έτσι, οι αγωνιζόμενοι Έλληνες εθίστηκαν στο διάλογο και στην κοινή συνταγματική έκφραση, ενώ παράλληλα η δημοσίευση αποσπασμάτων του Συντάγματος σε γαλλικές, γερμανικές, βρετανικές, ακόμη και αμερικανικές εφημερίδες, συνέβαλε στο να κερδίσουν οι Έλληνες την υποστήριξη μιας φιλελεύθερης κοινής γνώμης». Σε αυτό το Σύνταγμα ορίστηκε και το εθνικό σύμβολο, η ελληνική σημαία, που προβλέφθηκε από το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος (Σύνταγμα της Επιδαύρου της 1ης Ιανουαρίου 1822) και καθορίστηκε με διάταγμα στις 15 Μαρτίου του ίδιου έτους. Τα γνωρίσματά του ήταν το κυανό και λευκό χρώμα και το κυκλικό σχήμα. Το Ελληνικό εθνόσημο υπέστη πολλές, μέχρι σήμερα, μεταβολές στο σχήμα και στις παραστάσεις μετά την πρώτη καθιέρωσή του, κυρίως εξαιτίας των πολιτειακών μεταβολών.
Το πρώτο Ελληνικό εθνόσημο έφερε έμβλημα την Αθηνά και την κουκουβάγια και μετά την άφιξη του Καποδίστρια προσετέθη και ο φοίνικας σαν σύμβολο αναγέννησης. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, το βασιλικό έμβλημα, με τα δυο στεφανωμένα λιοντάρια που κρατούσαν το θυρεό με το βασιλικό στέμμα, έγινε το εθνόσημο του κράτους. Το βαυαρικό έμβλημα αντικαταστάθηκε από μια απλή μορφή λευκού σταυρού πάνω σε γαλάζιο πλαίσιο, με στέμμα μετά την άφιξη του Γεωργίου του Α΄. Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1924 το εθνόσημο είχε απλή μορφή λευκού σταυρού πάνω σε γαλάζιο πλαίσιο. Το δανικό έμβλημα επανήλθε με την επαναφορά της βασιλείας μέχρι το 1967.Το εθνόσημο του 1975 ορίστηκε με τον Νόμο 48 (ΦΕΚ Α΄ 108/7.6.1975) και σχεδιάστηκε από τον χαράκτη Κώστα Γραμματόπουλο.
Φυσικά, για το Σύνταγμα της Επιδαύρου διατυπώθηκαν όχι μόνο θετικές, αλλά και αρνητικές κρίσεις. Χαρακτηριστική είναι η γνώμη του Ν. Σαρίπολου για το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Υποστήριξε, λοιπόν, ότι: «Το Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν έλαβεν υπ' όψιν ουδέ τας πραγματικάς ανάγκας του λαού ουδέ τους εθνικούς θεσμούς της αυτοδιοικήσεως. Η κατάσταση της χώρας απαιτούσε ισχυρή κεντρική εξουσία, έναν μόνον άρχοντα...». Ο Αλ. Σβώλος, πάλι, γράφει πως το Πολίτευμα «λόγω του πολυαρχικού χαρακτήρος του, και συγκεκριμένως λόγω της χρονικώς περιωρισμένης θητείας του εκτελεστικού, της ελλείψεως ενότητος και ισχύος του πολυμελούς εκτελεστικού, δεν ήτο προωρισμένον να διευκολύνη τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο οποίος πιθανώς θα ηυδοκίμει περισσότερον υπό την διεύθυνσιν ενός ή ολίγων προσώπων». Τέλος, ο Αδ. Κοραής θεωρεί ατελείς τις διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονται στα ατομικά δικαιώματα, πιστεύει πως η πενταμελής εκτελεστική εξουσία «θα γεννήσει τη διχόνοια» και επισημαίνει στο έργο του «Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Επιδαύρου» την πληθώρα των υπουργών για τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Κορίνα Πενέση