Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Η αρχή του τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Το Έπος του Ρωμανού Δ’ Διογένη: Η Μάχη του Μαντζικέρτ 26 Αυγούστου 1071


Α΄ Μέρος: Η «Αυτοκρατορική Στέψη» εντός μιας διαλυόμενης Αυτοκρατορίας.

Ήταν Πρωτοχρονιά του 1968 όταν ο 45χρονος Ρωμανός Διογένης στέφεται Αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ονειροπολώντας την αναβίωση της δόξας και της χαμένης δύναμης της Αυτοκρατορίας, σχεδιάζοντας να απαλλάξει τη Μικρά Ασία από τις επιδρομές των Σελτζούκων Τούρκων. Ωστόσο, δεν διέθετε τα αξιόμαχα φουσάτα των προηγούμενων Στρατηγών – Αυτοκρατόρων, ούτε την υποστήριξη των πολιτικών της Βασιλεύουσας, οι οποίοι συνέβαλαν με ιδιαίτερη προθυμία στην ηθική και υλική καταστροφή του στρατού και του κράτους για να τον εκθρονίσουν. Ο προηγούμενος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας είχε πεθάνει σε προχωρημένη ηλικία στις 21 Αυγούστου 1067, αφήνοντας έναν ανήλικο διάδοχο, τον γιο του Μιχαήλ και την 30χρονη σύζυγο του Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, η οποία ασκούσε την αντιβασιλεία προς χάριν του γιού της. Τώρα πλέον είχε απομείνει μόνη της και ανασφαλής, περιστοιχισμένη από μια φατρία δολοπλόκων πολιτικών, για να κυβερνήσει μια τεράστια Αυτοκρατορία, της οποίας οι επαρχίες μαστίζονταν από εχθρικές επιδρομές.

Στο πρόσωπο του Ρωμανού βρίσκει έναν ιδανικό Αυτοκράτορα, ο οποίος θα αναλάμβανε με πυγμή και σθένος τα διοικητικά, στρατιωτικά, αλλά και συζυγικά καθήκοντα. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισαρείας στην Καππαδοκία, ενώ το 1064 ως Δούκας της Σαρδικής (Σόφια) είχε αποκρούσει τις επιδρομές των Πετσενέγων, απωθώντας τους πέρα από τον Δούναβη. Ποτέ δεν είχε κρύψει την αντιπάθεια του για το σάπιο πολιτικό κόσμο της Βασιλεύουσας, ο οποίος διασπάθιζε τα χρήματα του Θησαυροφυλακίου, με την ίδια «λαιμαργία» που οι Τούρκοι λεηλατούσαν τα σύνορα. Αυτά ήταν τα χρήματα που προέρχονταν από τους φόρους εκείνους των χωρικών, που έβλεπαν κάθε τόσο τις καλύβες τους να πυρπολούνται και τα παιδιά τους να οδηγούνται αλυσοδεμένα στα σκλαβοπάζαρα, μόνο που τώρα διοχετεύονταν σε αμεσότερες «κρατικές ανάγκες», όπως οι επαύλεις των Συγκλητικών.

Ωστόσο, οι κυριότεροι εκπρόσωποι της αντιστρατιωτικής φατρίας, ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, αδελφός του εκλιπόντος αυτοκράτορα, και ο πρωθυπουργός και Υπέρτιμος των Φιλοσόφων Μιχαήλ Ψελλός, είχαν πολλούς λόγους να μισούν θανάσιμα τον Ρωμανό. Ο Ψελλός, άνθρωπος ευφυέστατος, είχε μελετήσει βαθιά την ανθρώπινη φύση, έχοντας την ικανότητα να διακρίνει αμέσως τα ταλέντα, τις αδυναμίες και τα πάθη που κυβερνούσαν τον άνθρωπο. Με όπλο του την ψυχολογία, την κολακεία και την ραδιουργία ξεκίνησε από παραδυναστεύων αυλοκόλακας, για να εξελιχθεί σε αξεπέραστο χειραγωγό ανδρείκελων της εξουσίας. Αμφότεροι πάντως είχαν αποτύχει την ανάρρηση του στο θρόνο, παρά το γεγονός ότι ο Καππαδόκης στρατηγός ήταν ανέκαθεν «ύποπτος συνωμοσίας» και ο κυριότερος εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας, η οποία τα τελευταία 40 χρόνια επιχειρούσε την επάνοδο της στην εξουσία. Ο Ψελλός φοβόταν ότι ο νέος αυτοκράτορας μετά την εκκαθάριση των επαρχιών από τους Σελτζούκους, πολύ πιθανόν να προέβαινε και σε άλλες πιο «επικίνδυνες εκκαθαρίσεις».

Ο Ρωμανός από την άλλη ήταν γενναίος στρατηγός και ικανότατος ηγέτης. Συνειδητοποίησε την βαρύτητα της σελτζούκικης απειλής και περιφρονούσε όσους δεν είχαν πιάσει ξίφος στα χέρια τους, δικαίως ίσως, καθώς ότι είχε επιτύχει μέχρι τότε, το είχε κατορθώσει πολεμώντας. Εργαζόταν άοκνα για την πολιτική και στρατιωτική εξυγίανση του κράτους και δεν ανεχόταν να μετατραπεί σε σιωπηλό μάρτυρα της σήψης. Μετά το θάνατο του Βασιλείου Β’, μια σειρά εννέα αυτοκρατόρων κατόρθωσε εντός 40 ετών ότι δεν είχαν καταφέρει αναρίθμητοι βαρβαρικοί λαοί επί 650 χρόνια: τη διάλυση της Αυτοκρατορίας. Οι συνοριακές φρουρές σταδιακά αποσύρονταν, ενώ τα ανατολικά θέματα αφήνονταν στην μοίρα τους. Ήταν ο μόνος που τάραξε τα στάσιμα νερά της γενικής αδιαφορίας και εναντιώθηκε στους αρνησιπάτριδες πολιτικούς. Όπως όλα έδειχναν ο αγώνας του θα ήταν μοναχικός και αιματηρός. Για τον Αυτοκράτορα Ρωμανό η σωτηρία της Αυτοκρατορίας ήταν θέμα αρχής, και κατά πάσα πιθανότητα, θανάτου. 


Β΄ Μέρος: Μια ριψοκίνδυνη απόφαση και η έναρξη του Πολεμικού Έπους.

Στην πρώτη εκστρατεία του το 1068 στη Συρία, της οποία ηγήθηκε προσωπικά ο Ρωμανός, ανακαταλήφθηκε η Ιεράπολη και ενδυναμώθηκαν κάπως τα ανατολικά σύνορα. Το επόμενο έτος ηγήθηκε μιας δεύτερης εκστρατείας στην Αρμενία, όπου σημείωσε κάποιες τοπικές νίκες, αλλά ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων εξακολουθούσε να διαφεύγει και να λυμαίνεται την Κιλικία και την Καππαδοκία, αρνούμενες να παρασυρθούν σε μια μάχη εκ παρατάξεως. Ωστόσο, ο Σουλτάνος των Σελτζούκων Τούρκων, Αλπ Αρσλάν, έχοντας κληρονομήσει το δέος των Αράβων για την στρατιωτική δύναμη του Βυζαντίου, υπέγραψε πρόθυμα συνθήκη ειρήνης, καθώς ενδιαφερόταν πρωτίστως για την καθυπόταξη των Φατιμιδών Αράβων της Κοίλης Συρίας και την εδραίωση της εξουσίας του επί των Ιρανικών φυλών της Κεντρικής Ασίας. Βέβαια, ένας από τους όρους της συνθήκης ήταν και η παύση των επιδρομών στις αυτοκρατορικές επαρχίες. Ο σουλτάνος όμως, παρά τον τίτλο και την ιδιότητα του, αδυνατούσε να ελέγξει τις διάσπαρτες τουρκομανικές φυλές, οι οποίες ζούσαν σύμφωνα με τις παραδόσεις των απείθαρχων νομαδικών φυλών της Κεντρικής Ασίας. Υπάκουγαν στην εξουσία του Σουλτάνου μόνο όταν εξαναγκάζονταν ή όταν αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντα τους, με αποτέλεσμα οι επιδρομές να συνεχίζονται ανεξέλεγκτες.

Την αποτυχία του Ρωμανού να πατάξει πλήρως τους Σελτζούκους εκμεταλλεύτηκε η οικογένεια των Δουκών, όπου και συνωμότησε ανοικτά εναντίον του. Η θέση του στο θρόνο ήταν τόσο επισφαλής, ώστε το 1071 αδυνατούσε πλέον να εγκαταλείψει το παλάτι. Έτσι, τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους αποστέλλει πρεσβεία στο Σουλτάνο με στόχο την ανανέωση της συνθήκης, την οποία ο Σουλτάνος και αποδέχτηκε, για να επικεντρώσει την προσοχή του εναντίον των Φατιμιδών της Συρίας. Με τον αντίπαλο του απασχολημένο, ο Ρωμανός μπορούσε τώρα να εκστρατεύσει μέχρι την Αρμενία και να ανακαταλάβει τα συνοριακά οχυρά που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι, μετατρέποντας τα σε ορμητήρια για τις εισβολές του ς στην Ανατολία. Κατόπιν, με τα ανατολικά του σύνορα εξασφαλισμένα θα ήταν σε θέση να εκστρατεύσει βαθιά μέσα στην καρδιά των Σελτζούκων και να απαλλαγεί από τον τουρκικό κίνδυνο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πάντως, θα διέθετε το τακτικό πλεονέκτημα των κινήσεων, αφού ο Αλπ Αρσλάν θα ήταν απομακρυσμένος και ευάλωτος.

Την άνοιξη του 1071 αποφασίζει να διακινδυνέψει να πάντα, σε μια εκστρατεία μεγάλης κλίμακας και αποφασιστικής σημασίας. Έτσι, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, 13 Μαρτίου 1071, ο βασιλικός δρόμωνας με τα αυτοκρατορικά εμβλήματα αποπλέει από την Κωνσταντινούπολη και περνάει στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, όπου θα συγκεντρωνόταν όλο το στράτευμα. Ο Ρωμανός δεν μπορούσε να κρύψει την υπερηφάνειά του, για το γεγονός ότι η στρατιά που είχε συγκροτήσει και εκπαιδεύσει με τόσους κόπους δεν έπαυε να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει η Αυτοκρατορία από τα χρόνια του Βασίλειου Β΄. Για να το πετύχει αυτό, είχε περικόψει τις περιττές και άσκοπες παροχές των αμέτρητων κρατικών αξιωματούχων της Βασιλεύουσας, επιβάλλοντας τους βαριά φορολογία και ξεσηκώνοντας την οργή της αντιστρατιωτικής φατρίας. Μία νίκη επί των Σελτζούκων θα ματαίωνε τα συνωμοτικά σχέδια της δυναστείας των Δουκών και θα εδραίωνε τη θέση του ως Αυτοκράτορα του λαού των επαρχιών, ο οποίος σφάδαζε από τις λεηλασίες. 

Ωστόσο, το ηθικό των στρατιωτών δεν ήταν το υψηλότερο. Το φάντασμα της ηττοπάθειας, η οποία είχε μολύνει από καιρό ένα στράτευμα ανεκπαίδευτο, απόλεμο και παραμελημένο από την πολιτική ηγεσία για τόσο μεγάλο διάστημα, εξακολουθούσε να πλανιέται γύρω από όλους. Οπουδήποτε και αν κοιτούσε ο Ρωμανός έβλεπε μόνο απελπισία και προδοσία: ξένοι μισθοφόροι, Νορμανδοί, Κουμάνοι, Πετσενέγοι, έτοιμοι να αυτομολήσουν στην πρώτη κακοτυχία. Επιπλέον, γνώριζε καλά ότι η μαχητικότητα των ανδρών ενός στρατεύματος εξαρτάται από την μαχητικότητα και την νομιμοφροσύνη των αξιωματικών του, και εκεί ήταν που αντιμετώπιζε το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οι αξιωματικοί στους οποίους βάσιζε κυρίως τις ελπίδες του ήταν τρεις παλαίμαχοι στρατηγοί, οι οποίοι είχαν παραμείνει πάντοτε πιστοί στο πρόσωπο και το όραμα του: ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο Δομέστικος των Σχολών της Δύσης Νικηφόρος Βρυέννιος και ο Καππαδόκης στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης. Αυτοί, επικεφαλείς των εμπειροτέρων ανδρών από τα Θέματα της Αυτοκρατορίας, θα αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης στο πεδίο της μάχης.


Γ΄ Μέρος: Η διαφθορά και η προδοσία έναντι της Ιστορικής Ευθύνης.

Στη Βασιλεύουσα όλοι τον επιβουλεύονταν και μηχανορραφούσαν, ο Ψελλός, ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, ο συγκλητικός Νικηφόρος Παλαιολόγος. Ακόμη και η Ευδοκία, θα του συμπαραστεκόταν μόνο όσο οι καταστάσεις ευνοούσαν την ίδια. Αναχωρώντας για την εκστρατεία, ο Ρωμανός δεν είχε λάβει ιδιαίτερα μέτρα εναντίον τους, με μόνη εξαίρεση την εξορία του Ιωάννη Δούκα στην Βιθυνία και την «ομηρία» του μεγαλύτερου γιού του, του Ανδρόνικου Δούκα, τον οποίον κρατούσε δίπλα του στην εκστρατεία, ώστε να εξασφαλίσει την νομιμοφροσύνη του πατέρα του. Δεν δίστασε μάλιστα να του αναθέσει και την διοίκηση της οπισθοφυλακής του στρατεύματος. Η οπισθοφυλακή αποτελείτο από εφεδρικά στρατεύματα, αμφιβόλου μαχητικής αξίας, όπως ακριβώς και ο διοικητής τους. Περιορίζοντας τον στο πεδίο της μάχης, κάτω από τις διαταγές του, ο Ρωμανός πίστευε ότι θα μπορούσε να τον επιτηρεί στενά ανά πάσα στιγμή. Στην πραγματικότητα όμως, δίπλα του καραδοκούσε ένας αδίστακτος προδότης.

Στα τέλη Ιουνίου το αυτοκρατορικό στράτευμα είχε φθάσει στην Θεοδοσιούπολη, τον τελευταίο σταθμό πριν το Μαντζικέρτ, όπου ο Ρωμανός διευθέτησε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες των αγγελιαφόρων ήθελαν τον Σουλτάνο να βρίσκεται στο Χαλέπι, κινούμενος τάχιστα προς την Αρμενία για να αντιμετωπίσει την απροσδόκητη εισβολή. Εφόσον περίμενε τον εχθρό να αφιχθεί από τα νότια, ο Ρωμανός αποφάσισε να διαιρέσει τον στρατό σε δύο διοικήσεις. Οι πιστότεροι στο πρόσωπο του αξιωματικοί, εξέφρασαν κάποιες αντιρρήσεις για την διάσπαση του στρατεύματος. Στην πραγματικότητα όμως, συνέτρεχε και ένας ακόμη λόγος τον οποίο ο Ρωμανός απέφευγε να αναφέρει ανοικτά: είχε καταλάβει ότι το στράτευμα διατηρούσε το φρόνημα και την πειθαρχεία του μόνο όταν το διοικούσε ο ίδιος προσωπικά. Στην αντίθετη περίπτωση, οι άνδρες κυριεύονταν από ηττοπάθεια και τρέπονταν σε φυγή στην πρώτη δυσκολία. Για αυτό προτίμησε να θέσει επικεφαλή του αποσπάσματος έναν παλαίμαχο στρατηγό, παραχωρώντας του τους καλύτερους άνδρες της στρατιάς. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας ανέλαβε το υπόλοιπο στράτευμα, με το οποίο κατευθύνθηκε προς το Μαντζικέρτ, το οποίο κατέλαβε μετά από σύντομη πολιορκία. Θεωρώντας ότι κατείχε πλέον το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι ενός ολιγάριθμου αντιπάλου ο οποίος απείχε ακόμη μακριά, στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη της πόλης, αναμένοντας ειδήσεις από το απόσπασμα του Ταρχανιώτη, το οποίο παρέμεινε άφαντο. Η εξαφάνιση του χωρίς κανένα ίχνος ενίσχυσε τις φήμες περί εσκεμμένης προδοσίας εκ μέρους του, θεωρία που επιβεβαιώθηκε ακλόνητα από την εξέλιξη των γεγονότων.

Το γεγονός ήταν ότι σχεδόν το 50% της στρατιάς του Ρωμανού τον είχε εγκαταλείψει δύο ημέρες πριν τη μάχη. Η πρώτη φορά κατά την οποία ο Ρωμανός πληροφορήθηκε την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην περιοχή, ήταν η επόμενη ημέρα, όταν ένα αναγνωριστικό απόσπασμα δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση στα ανατολικά της λίμνης Βαν. Θεωρώντας ότι επρόκειτο απλώς για κάποιο μικρό σώμα επιδρομέων, απέστειλε μία μικρή δύναμη υπό την διοίκηση του Βρυέννιου να το εξουδετερώσει, καθώς ήταν αδύνατον ο Σουλτάνος να είχε καλύψει απόσταση 600 χλμ μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Δύο ώρες αργότερα όμως, έλαβε έκκληση του Βρυέννιου για αποστολή ενισχύσεων, ο οποίος επέμενε ότι δεχόταν πίεση από υπεράριθμους αντιπάλους. Οι ενισχύσεις κατέφθασαν λίγο αργότερα με ένα ισχυρότερο απόσπασμα, κάτω από την διοίκηση του έμπιστου Αρμένιου συντρόφου του Ρωμανού, Νικηφόρου Βασιλάκιου. Ο Αρμένιος στρατηγός βρέθηκε πράγματι αντιμέτωπος με κάτι που δεν είχε υπολογίσει κανείς: μπροστά του βρισκόταν η εμπροσθοφυλακή της τούρκικης στρατιάς. 

Μετά από μία συντονισμένη έφοδο των ελληνικών δυνάμεων και μία άγρια μάχη, οι δύο στρατηγοί κατάφεραν να απωθήσουν το σελτζουκικό ιππικό. Ο σκληροτράχηλος Βασιλάκιος όμως, δεν θα επέτρεπε στον εχθρό να του ξεφύγει τώρα που τρεπόταν σε φυγή. Επικεφαλής των λωρικάτων του, καταδιώκει ανελέητα τους Τούρκους ελαφρούς ιππείς, οι οποίοι κατευθύνονται προς το στρατόπεδό τους. Η καταιγιστική καταδίωξη τον αποκόπτει από το σώμα του Βρυέννιου και ξαφνικά βλέπει τους Τούρκους να αναστρέφουν τα άλογα τους και να κατευθύνονται εναντίον του, εξαπολύοντας βροχή αλλεπάλληλων τοξευμάτων. Πριν καν οι δυνάμεις του Βρυέννιου προλάβουν να επέμβουν, οι άνδρες του κυκλώνονται και πέφτουν μαχόμενοι μέχρις ενός, ενώ ο ίδιος συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Ο Βρυέννιος οδήγησε μία αποφασιστική αντεπίθεση για να διασπάσει τον κλοιό. Διαφεύγει το θάνατο μετά βίας και επιστρέφει στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο τραυματισμένος στο στήθος από ξίφος και με δύο βέλη καρφωμένα στην πλάτη της πανοπλίας του. Μόνο τότε συνειδητοποίησε ο Ρωμανός ότι αντιμετώπιζε ολόκληρο το τουρκικό στράτευμα.

Το ζοφερό, ασέληνο βράδυ εκείνης της επεισοδιακής ημέρας, οι στρατιώτες μέσα στο στρατόπεδο, με καταρρακωμένο ηθικό, δεν έκλειναν μάτι. Οι Σελτζούκοι, πιστοί στις παρενοχλητικές τακτικές τους, διενεργούν μια αιφνιδιαστική επιδρομή εναντίον του στρατοπέδου, αλαλάζοντας και εκτοξεύοντας ένα ακατάπαυστο χαλάζι βελών κατά των αντιπάλων τους. Ο Ρωμανός διατάζει έξοδο του βαρέως πεζικού του, υποστηριζόμενου από μία ίλη Κουμάνων ελαφρών ιππέων. Μετά από μία σύντομη αψιμαχία οι Τούρκοι εκδιώχνονται, αλλά η χαρά της μικρής εκείνης νίκης εξανεμίστηκε, με την είδηση της αποσκίρτησης των Κουμάνων προς τους ομοφύλους τους. Πριν ακόμη την ημέρα της μεγάλης μάχης, ο Ρωμανός είχε χάσει τρεις από τους καλύτερους στρατηγούς του και πάνω από το ήμισυ του στρατεύματος του. Μετά από τις λιποταξίες, τις αποσκιρτήσεις και τις απώλειες, η δύναμη του είχε μειωθεί στους 25.000 άνδρες. Η αποφασιστικότητά του, όμως, να συγκρουσθεί με τον Σουλτάνο παρέμενε αλύγιστη και αξιοθαύμαστη, καθώς επωμιζόταν την ιστορική του ευθύνη με αξεπέραστο σθένος. Η επόμενη ημέρα θα έκρινε τη μοίρα του ίδιου του Ρωμανού και δυστυχώς, ολόκληρου του Μεσαιωνικού Ελληνισμού.

ΠΗΓΗ